Η λέξη αίρεση προέρχεται από το ρήμα αιρέομαι-ούμαι καιδηλώνει την επιλογή και προτίμηση μιας επί μέρους πλευράς μιας διδασκαλίας πουαπολυτοποιείται σε βάρος της καθολικότητος, της όλης αληθείας.
Από πλευράς Ορθοδοξίας αίρεση είναι η απόκλιση από τηνκαθιερωμένη διδασκαλία της Εκκλησίας, όπως διατυπώθηκε από τους Αποστόλους,τους Πατέρας της Εκκλησίας, κυρίως στις Τοπικές και τις Οικουμενικές Συνόδους.
Για παράδειγμα, η διδασκαλία για την ένωση των δύο φύσεωνστον Χριστό διατυπώθηκε στην Δ’ Οικουμενική Σύνοδο, σύμφωνα με την οποία η θείακαι η ανθρώπινη φύση ενώθηκαν «ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως» στηνυπόσταση του Λόγου.
Όταν κάποιος υπερτονίζη την θεία φύση σε βάρος τηςανθρωπίνης φύσεως, περιπίπτει στην αίρεση του μονοφυσιτισμού. Όταν κάποιοςάλλος υπερτονίζη την ανθρωπίνη φύση σε βάρος της θείας φύσεως και κυρίως σεβάρος της ενότητος των δύο φύσεων, τότε περιπίπτει στην αίρεση τουνεστοριανισμού.
Το προηγούμενο δείχνει ότι πρέπει να αποδεχόμαστε ταδόγματα της Εκκλησίας τα οποία διατυπώθηκαν στην Αγία Γραφή και την ΙεράΠαράδοση, δηλαδή στα κείμενα των Προφητών, των Αποστόλων και των Πατέρων, οιτελευταίοι δε τα διετύπωσαν στις Τοπικές και Οικουμενικές Συνόδους, γιατίδιαφορετικά, αλλοιώνεται η αποκεκαλυμμένη αλήθεια της πίστεως, και κυρίως αυτήη αλλοίωση γίνεται με στοχασμούς και ευσεβείς σκέψεις πάνω σε δογματικέςαλήθειες της Εκκλησίας.
1. Οι δήθεν δύο τύποι εκκλησιολογίας στηνΟρθόδοξη Εκκλησία
Τον τελευταίο καιρό υφέρπει και κυοφορείται μια αιρετικήδιδασκαλία που υπονομεύει όλο το οικοδόμημα της ορθοδόξου διδασκαλίας. Δεν θαέδινα ιδιαίτερο ενδιαφέρον και προσοχή, αν δεν έβλεπα ότι αυτή η κακοδοξίαδιαδίδεται σαν λύμη, την οποία συναντώ σε βιβλία και κείμενα, θεολόγων καιφιλοσοφούντων, σε άρθρα, σε προφορικές ομιλίες που ακούγονται από ραδιοφωνικούςσταθμούς.
Δεν κτυπιέται ευθέως η δογματική διδασκαλία της ΑγίαςΓραφής, των Οικουμενικών Συνόδων, αλλά κυρίως προσβάλλονται ύπουλα οιπροϋποθέσεις της ορθοδόξου θεολογίας.
Γράφεται και λέγεται ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας από τον3ο αιώνα και μετά αλλοίωσαν την αρχέγονη εκκλησιαστική παράδοση.
Η αρχαία Εκκλησία, όπως υποστηρίζεται, ζούσε το μυστήριοτης Εκκλησίας στην θεία Ευχαριστία, η οποία θεία Ευχαριστία «αποτελεί εικόνα καιπροληπτική φανέρωση της εσχατολογικής Βασιλείας του Θεού», οπότε η θείαΕυχαριστία εξομοιώνει, κατά το δυνατόν, τις ιστορικές κατά τόπους χριστιανικέςκοινότητες ως «αυθεντική έκφραση της εσχατολογικής δόξας της βασιλείας τουΘεού».
Οι απόψεις μπορούν να φαίνονται ως ευλογοφανείς,ουσιαστικά όμως δημιουργούν πρόβλημα, όταν δεν ερμηνεύωνται ορθόδοξα τα περίτης θείας Ευχαριστίας ως φανερώσεως της Βασιλείας του Θεού, και τα περί τηςμεθέξεως της εσχατολογικής δόξας της Βασιλείας.
Λέγεται αυτό, γιατί όσοι χρησιμοποιούν τέτοιες εκφράσειςσυνήθως αγνοούν η περιφρονούν την διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας,ιδιαιτέρως του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, για το ότι η Βασιλεία του Θεού είναιη φανέρωση του Θεού ως Φωτός, όπως έγινε στο όρος της Μεταμορφώσεως.
Επίσης, δεν ερμηνεύουν την δόξα του Θεού ως το άκτιστοΦως και την βίωση της εσχατολογικής δόξας ως μέθεξη του ακτίστου Φωτός, κατάτην διάρκεια της θεοπτίας, όπως το έζησαν οι τρεις Μαθητές στο όρος τηςΜεταμορφώσεως και οι Απόστολοι την ημέρα της Πεντηκοστής, που έλαβαν το ΆγιονΠνεύμα και έγιναν μέλη του αναστημένου Σώματος του Χριστού.
Αυτή η θεοπτία και η μέθεξη της δόξας του Θεού είναι ηβίωση της εσχατολογικής δόξας της Βασιλείας και κατά την θεία Λειτουργία απότους αξίους αυτής της εμπειρίας, τους θεουμένους.
Όμως, όσοι χρησιμοποιούν τέτοιες εκφράσεις, όπωςΕκκλησία, θεία Ευχαριστία και Βασιλεία του Θεού, τις ερμηνεύουν πολύ εξωτερικά,συναισθηματικά η τουλάχιστον με έναν αφηρημένο στοχαστικό θεολογικό λόγο.
Στην θεία Ευχαριστία βιώνουν την εσχατολογική δόξα τηςΒασιλείας όσοι φθάνουν στην θεοπτία και όχι απλώς όσοι νομίζουν ότι συμμετέχουνσε αυτήν μηχανικά με τα πάθη τους και τις αδυναμίες τους.
Η εμπειρία της εσχατολογικής δόξας της Βασιλείας δενγίνεται απλώς με τα ωραία άμφια και τις ψαλμωδίες ούτε με την μετάληψη τουΣώματος και του Αίματος του Χριστού, χωρίς τις απαραίτητες προϋποθέσεις, αλλάμε την εμπειρία της θεώσεως στην θεία Ευχαριστία και κατά την θεία Κοινωνία.
Αυτό δείχνει η εμπειρία της δόξας της Βασιλείας που είχεο Ευαγγελιστής Ιωάννης, κατά την ημέρα της Κυριακής, και την περιγράφει στοβιβλίο της Αποκαλύψεως. Ουσιαστικά περιγράφεται η ουράνια θεία Λειτουργία.
Η ανησυχία, όμως, και ο έντονος προβληματισμός είναικυρίως στο ότι όσοι ομιλούν κατά τέτοιον αφηρημένο, συναισθηματικό και στοχαστικότρόπο, αφ' ενός μεν παραθεωρούν τις ορθόδοξες προϋποθέσεις μεθέξεως της«εσχατολογικής δόξας», αφ' ετέρου δε προχωρούν ακόμη πιο πέρα για να τιςπαρερμηνεύσουν.
Ισχυρίζονται, δηλαδή, ότι αυτήν την ζωή της πρώτηςΕκκλησίας, που εκφραζόταν ως «εσχατολογική δόξα της Βασιλείας του Θεού», τηναλλοίωσαν οι ίδιοι οι άγιοι Πατέρες στους μεταγενέστερους αιώνες!
Δηλαδή, η ίδια η Εκκλησία που εκφράζεται δια των αγίωνΠατέρων, τους οποίους εκείνη τιμά και γεραίρει, και τελικά αποδέχεται τηνδιδασκαλία τους, δήθεν αλλοίωσε αυτήν την «βασική βιβλική και αρχέγονηχριστιανική εκκλησιολογία και πνευματικότητα».
Αυτό έγινε, γιατί ασκήθησαν, όπως υποστηρίζουν, «έντονεςιδεολογικές πιέσεις του χριστιανικού γνωστικισμού και κυρίως του (νέο-)πλατωνισμού», που άρχισαν από τον 3ο αιώνα, οπότε υπεχώρησε η αρχέγονηεκκλησιολογία. Στην καλύτερη, όμως, περίπτωση «συνυπάρχει με μιαν άλληνπνευματικότητα (αλλά και εκκλησιολογία)».
Ἑπομένως, οι Πατέρες συνετέλεσαν στο να υποχωρήση ηαρχέγονη εκκλησιολογία, και αυτό το αποδέχθηκε σιωπηρώς η Εκκλησία, (δηλαδή ημια εκκλησιολογία στρέφεται εναντίον της άλλης εκκλησιολογίας) η συνυπάρχουνδύο εκκλησιολογίες παράλληλα.
Η μεταγενέστερη δε αυτή «πνευματικότητα» και«εκκλησιολογία» «έχει τις ρίζες της στη νέο-πλατωνίζουσα ευαγριανή και τημεσσαλιανίζουσα μακαριανή μυστική θεολογία, αλλά θεμελιώνονται και επιστημονικάαπό την κατηχητική Σχολή της Αλεξανδρείας».
Αυτή δε η μεταγενέστερη «εκκλησιολογία» χαρακτηρίζεται«όχι απλώς τροπή αλλά ανατροπή», της εκκλησιολογίας της πρώτης Εκκλησίας!
Όταν γίνεται λόγος για «νέο-πλατωνίζουσα ευαγριανή» και«μακαριανή μυστική θεολογία», εννοούνται τα έργα του Ευαγρίου του Ποντικού καιτα έργα του Μακαρίου του Αιγυπτίου. Εννοείται ότι τα έργα αυτών των δύο, στοθέμα όμως της ασκητικής και της προσευχής, επηρέασαν όλην την μεταγενέστερηπατερική παράδοση, που φθάνει μέχρι τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, καικαταγράφεται στο γνωστό έργο «Φιλοκαλία των ιερών Νηπτικών», την οποίακατήρτισαν οι άγιοι Μάκαριος πρώην Κορίνθου Νοταράς και Νικόδημος ο Αγιορείτης,από διάφορες συλλογές που είχαν ήδη συγκροτηθή. Αυτήν την συλλογή, μεπροσθαφαιρέσεις έργων, μετέφρασε στην ρωσοβλαχική γλώσσα ο όσιος ΠαΐσιοςΒελιτσκόφσκι, δημιούργησε μια θαυμαστή στροφή στις χώρες του Βορρά και ανέδειξεπλήθος οσίων και ασκητών και τελικά αγίων της Εκκλησίας.
Γι’ αυτό όσοι υποστηρίζουν την πιο πάνω άποψηκαταφέρονται σκληρά και εναντίον του βιβλίου της Φιλοκαλίας των ιερών νηπτικών,της οποίας ο υπότιτλος είναι «εν η δια της κατά την Πράξιν και θεωρίαν ΗθικήςΦιλοσοφίας ο νους καθαίρεται, φωτίζεται και τελειούται». Γι’ αυτό το συλλεκτικόέργο των αγίων Νικοδήμου Αγιορείτου και Μακαρίου Νοταρά, τους οποίους ηΕκκλησία συμπεριέλαβε στο αγιολόγιό της, πράγμα που αποδεικνύει ότι ηνηπτική-φιλοκαλική παράδοση αναγνωρίζεται ως η προϋπόθεση της σωτηρίας και τηςθεώσεως του ανθρώπου, σε απαραίτητο συνδυασμό βέβαια με τα Μυστήρια τηςΕκκλησίας, είναι σημαντική.
Όσοι έχουν την άποψη που παρατέθηκε πιο πάνω,χαρακτηρίζουν την Φιλοκαλία ως «τα μηδενιστικά αδιέξοδα του φιλοκαλικούαντινεωτερικού προγράμματος των Νικοδήμου-Μακαρίου».
Έτσι, λοιπόν, κατά την μοντέρνα και προτεσταντίζουσα αυτήάποψη, η αρχέγονη «εκκλησιολογία» υπεχώρησε για να έλθη μια άλλη«εκκλησιολογία» η στην καλύτερη περίπτωση λειτουργούν παράλληλα οι δύοεκκλησιολογίες μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία.
Μια τέτοια, όμως, άποψη δημιουργεί σύγχυση στους πιστούς.Και το εκπληκτικότερο είναι ότι αυτή η σύγχυση, σύμφωνα με τα λεγόμενα από τουςαμφισβητίες αυτούς, έγινε δήθεν από την ίδια την Εκκλησία δια των Πατέρων της.Δηλαδή, κατ’ αυτούς, η ίδια η Εκκλησία αυτοαναιρείται.
Πιστεύω ακράδαντα ότι αυτή η προτεσταντίζουσα θεωρίααποτελεί πραγματικά αίρεση, και δυναμίτιδα μέσα στα θεμέλια της ίδιας τηςΕκκλησίας.
Επομένως, σύμφωνα με την θεωρία αυτή από τον 3ο αιώνα καιμετά περνά μια αλλαγή στην θεολογία και την εκκλησιολογία της Εκκλησίας και σεαυτό συνετέλεσαν ο Ευάγριος ο Ποντικός με τον Μακάριο τον Αιγύπτιο. Ο Ευάγριοςχωρίζει τον νου από τις αισθήσεις και την διάνοια και αυτό θεωρείται ως ένας«θεωρητικός μυστικισμός».
Αντίθετα, ο Μακάριος ο Αιγύπτιος επαναφέρει τον νου στηνκαρδιά, οπότε εκφράζεται ένας «πνευματικός υλισμός». Έτσι, λοιπόν, η«ευαγριομαξιμιανή προβληματική», «το (νέο) πλατωνικό υπόβαθρο της ευαγριανήςθέσεως» γίνεται «υπόβαθρο επίσης του Γρηγορίου Ναζιανζηνού και του Γρηγορίου Νύσσης».
Η θεολογία της προσευχής, όπως την διετύπωσε ο Ευάγριος,αλλά και ο Μακάριος ο Αιγύπτιος, «διέσχισε τους αιώνες με το κύρος σημαντικώνπροσωπικοτήτων που την εφήρμοσαν, όπως ο Μάξιμος ο Ομολογητής, ο Ιωάννης οΣιναΐτης, ο Ησύχιος ο Πρεσβύτερος, ο Φιλόθεος ο Σιναΐτης, ο Ισαάκ ο Σύρος καιπλήθος άλλοι, για να λάβη περίπου δογματική κατοχύρωσι τον δεκατέταρτο αιώνα μετον Γρηγόριο τον Παλαμά και τους ησυχαστές του Άθω». «Ο ψευδο-Διονύσιοςπαρέλαβε το ευαγριανό σχήμα: κάθαρσι, φωτισμός, θέωσι» και επηρέασε και τονάγιο Μάξιμο τον σχολιαστή του «ψευδοδιονυσίου».
Φαίνεται καθαρά ότι, σύμφωνα με την θεωρία αυτή, οι δύοεκφράσεις της ησυχαστικής ζωής, δηλαδή ο «θεωρητικός μυστικισμός» του Ευαγρίουκαι ο «πνευματικός υλισμός» του Μακαρίου του Αιγυπτίου πέρασαν δια του αγίουΓρηγορίου του Θεολόγου, του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, του αγίου Μαξίμου τουΟμολογητού, του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, μέσα στην Εκκλησία, καικατέληξαν στον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά. Έτσι, κατ’ αυτούς, ο ησυχασμός και οσύγχρονος μοναχισμός μορφοποιήθηκε από τις δύο αυτές κατευθύνσεις.
Αυτή η νέα θεωρία, που προσπαθεί να ανατρέψη τηνπαραδοσιακή ασκητική ζωή της Εκκλησίας, διατείνεται ότι οι βαθμοί τηςπνευματικής ζωής, κάθαρση, φωτισμός, θέωση είναι επίδραση ωριγενιστική.
Σύμφωνα με την άποψη αυτή ο Ευάγριος επηρεάσθηκε από τονΩριγένη και όλος αυτός ο επηρεασμός επέδρασε στους μεταγενεστέρους Πατέρας(Μακάριο Αιγύπτιο, Καππαδόκες, Μάξιμο Ομολογητή, Συμεών Νέο Θεολόγο, άγιοΓρηγόριο Παλαμά κ.α.) και έφθασε μέχρι τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη και,βεβαίως, στους Πατέρας της Φιλοκαλίας.
Μερικοί φθάνουν στο σημείο να θεωρούν ότι οι θεοπτίες τωνιερών ησυχαστών είναι «δαιμονοφαντάσματα», «δαιμονικαί φαντασιώσεις»,«δαιμονοκίνητοι», «αλλοπρόσαλλα», «αλλόκοτα», «τραγελαφικά», «εκτρωματικά» κ.λ.π.και ότι ο ιερός ησυχασμός, η ζωή των συγχρόνων ησυχαστών είναι μαγικέςκαταστάσεις και επίδραση του Ινδουϊσμού. Άλλοι τα περί της ιεράς ησυχίας καιτης οράσεως του ακτίστου Φωτός τα ερμηνεύουν ως συναισθηματικές καταστάσεις,ασθένεια των νεύρων, φαντασιώσεις κλπ..
2. Συνοπτική αντίκρουση
Η παρουσίαση αυτής της κυοφορούμενης αίρεσης μέσα στηνΟρθόδοξη Εκκλησία που έγινε προηγουμένως δείχνει την σοβαρότητα του θέματος καιδεν πρέπει να παραμείνη αναπάντητη, γιατί διαφορετικά δημιουργείται ένας κακοήθηςόγκος μέσα στο σώμα της Εκκλησίας με απρόβλεπτες συνέπειες. Στην συνέχεια θαγίνη μια συνοπτική αντίκρουση αυτής της κακόδοξης θεωρίας και στην επόμενηενότητα θα αναλυθή περισσότερο το θέμα.
Κατ' αρχάς πρέπει να υπογραμμισθή ότι δεν μπορεί ναυπάρχη διπλή «εκκλησιολογία» και διπλή «πνευματικότητα» μέσα στην Εκκλησία. ΗΕκκλησία είναι το Σώμα του Χριστού, και αυτό που χαρακτηρίζεται ωςπνευματικότητα είναι η εν Χριστώ και Αγίω Πνεύματι ζωή την οποία ζη οΧριστιανός με τα άγια Μυστήρια και την ασκητική παράδοση.
Η αληθής εκκλησιολογία είναι στενά συνδεδεμένη με τηνενανθρώπηση του Χριστού και την Πεντηκοστή. Εξ άλλου, ο ησυχασμός δεν συνιστάμια ιδιαίτερη εκκλησιολογία, αλλά είναι η ευαγγελική ζωή, η τήρηση των εντολώντου Χριστού και είναι η απαραίτητη προϋπόθεση μεθέξεως της ακτίστου καθαρτικής,φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας του Θεού.
Η λατρεία της Εκκλησίας και οι ευχές των Μυστηρίωνπαρουσιάζουν όλην αυτήν την ησυχαστική παράδοση, η οποία κατοχυρώθηκε καισυνοδικώς με την Σύνοδο του έτους 1351, η οποία θεωρείται ως η Θ ΟἰκουμενικήΣύνοδος.
Έπειτα, από την όλη διδασκαλία της Εκκλησίας γνωρίζουμεότι υπάρχει ταυτότητα διδασκαλίας και εμπειρίας των Προφητών, των Αποστόλων καιτων Πατέρων.
Οι Απόστολοι δεν διαφοροποιούνται από τους Προφήτες ούτεκαι οι Πατέρες από τους Αποστόλους και τους Προφήτας και, επομένως, είναι κοινήη εμπειρία και η πίστη τους. Η διαφορά είναι ότι στην Παλαιά Διαθήκη οιΠροφήτες έβλεπαν τον άσαρκο Λόγο, ενώ στην Καινή Διαθήκη και την ζωή τηςΕκκλησίας βλέπουν και κοινωνούν του σεσαρκωμένου Λόγου. Όλα τα άλλα είναικοινά. Χαρακτηριστικός είναι ο λόγος του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά: «τι γεάλλο η ότι τούτο τελειότης εστι σωτήριος εν τε γνώσει και δόγμασι, το ταυτάφρονείν προφήταις, αποστόλοις, πατράσι, πάσιν απλώς, δι' ων το άγιον Πνεύμαμαρτυρείται λαλήσαν περί τε Θεού και των κτισμάτων αυτού».
Ακόμη, από την θεολογία της Εκκλησίας γνωρίζουμε ότι άλλοείναι η εμπειρία της θεοπτίας που γίνεται με άρρητα ρήματα και άλλο είναι ηκαταγραφή αυτής της εμπειρίας που γίνεται με κτιστά ρήματα, νοήματα καιεικονίσματα.
Η διαφορά μεταξύ Προφητών, Αποστόλων και Πατέρων στηνορολογία δεν συνιστά διαφορά και στην εμπειρία. Βεβαίως τον 3ο και 4ο αιώνα οιΠατέρες και διδάσκαλοι χρησιμοποίησαν μια ιδιαίτερη ορολογία, την οποίαπροσέλαβαν από την γλώσσα της εποχής τους, προκειμένου να αντικρούσουν τουςελληνίζοντας αιρετικούς, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι άλλαξαν και το περιεχόμενοτης ορολογίας.
Έλεγε ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης: «Η αντιμετώπιση τωνκακοδοξιών είναι η ανάγκη προσθήκης στην ορολογία. Αντιμετωπίζοντας τουςκακοδόξους χρησιμοποιούμε σύμβολα, αυτά τα νοήματα δηλαδή, και προσπαθούμε νακτυπήσουμε την κακοδοξία στην καρδιά της».
Έτσι, είναι παράδοξο το γεγονός να θεωρούνται ωςωριγενιστική η νεοπλατωνική διδασκαλία τα περί καθάρσεως, φωτισμού και θεώσεως,επειδή οι Πατέρες υιοθέτησαν τους όρους αυτούς, οι οποίοι ούτως η άλλωςυπάρχουν στην Αγία Γραφή και ως λέξεις η ως πραγματικότητες.
Ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας επειδή κατηγορήθηκε ότιχρησιμοποιούσε φράσεις του Νεστορίου, σε μια επιστολή του, η οποία εντάχθηκεστα Πρακτικά της Γ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, γράφει ότι δεν πρέπει νααποφεύγουμε όλα όσα λέγουν οι αιρετικοί, γιατί υπάρχουν και πράγματα τα οποίασυμφωνούν με την διδασκαλία μας. Γράφει συγκεκριμένα: «Ότι ου πάντα, όσαλέγουσιν οι αιρετικοί, φεύγειν, και παραιτείσθαι χρη· πολλά γαρ ομολογούσι ωνκαι ημείς ομολογούμεν».
Στην συνέχεια αναφέρει σχετικά παραδείγματα. Αυτόσημαίνει ότι δεν έχει σημασία εάν κάποια ορολογία εισήχθη από τον Ωριγένη, τονΕυάγριο τον Ποντικό η τον Μακάριο τον Αιγύπτιο, αλλά σημασία έχει ότι υιοθετήθηκεαπό τον Μ. Βασίλειο, τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, τον άγιο Γρηγόριο Νύσσηςκαι τους μεταγενεστέρους Πατέρες και κατοχυρώθηκε συνοδικώς, επειδή αποτελείκτήμα της Ορθοδόξου Παραδόσεως.
Επομένως, είναι κακόδοξη νοοτροπία το να χαρακτηρίζεται ηκατοχυρωμένη διδασκαλία της Εκκλησίας, η οποία βιώθηκε από τους Πατέρες τηςΕκκλησίας, ως ωριγενιστική, ευαγριανή, μακαριακή κλπ.
Επί πλέον, μεγάλη διαφορά υπάρχει μεταξύ θεολογίας καιφιλοσοφίας και όχι η χρησιμοποίηση απλώς των όρων. Η θεολογία είναι καρπός τηςαποκαλύψεως του Θεού στους θεουμένους, ενώ η φιλοσοφία είναι καρπός στοχασμούκαι ανακαλύψεως της λογικής του ανθρώπου.
Το να χαρακτηρίζεται η ησυχαστική παράδοση ωςωριγενιστική, ευαγριανή, μακαριακή και ακόμη ως νεοπλατωνική, επειδή υπάρχειμια εξωτερική ομοιότητα στις λέξεις, είναι επιπόλαια ερμηνεία, εάν δεν εκφράζεικαι κάτι βαθύτερο, δηλαδή είναι προσπάθεια υπονομεύσεως της ορθοδόξουησυχαστικής παραδόσεως.
Το πόσο είναι επιπόλαια αυτά τα συμπεράσματα φαίνεται απότο ότι με τον ίδιο τρόπο μπορούν οι άνθρωποι αυτοί να κατηγορήσουν τους Πατέραςτης Εκκλησίας που προσέλαβαν την ορολογία (πρόσωπο, υπόσταση, ουσία, ενέργειακλπ.) και άλλα εξωτερικά πολιτιστικά γεγονότα από τους ειδωλολάτρες και τουςαιρετικούς, και να χαρακτηρίσουν την θεολογία των Πατέρων για τον Τριαδικό Θεόκαι την όλη εκκλησιολογία τους, ως ειδωλολατρική.
Έφθασε σε αυτό το σημείο ο Χάρνακ και άλλοι προτεστάντες,δεν αποκλείεται να φθάσουν και εκείνοι οι ορθόδοξοι (ήδη μερικοί έφθασαν), πουσκέπτονται επιπόλαια και έξω από την Ορθόδοξη Παράδοση, αφού αγνοούν το ουράνιοκαι βαθύ περιεχόμενό της.
Τελικά, η άποψη ότι μέσα στην Εκκλησία επικρατεί μιαδιπλή εκκλησιολογία –αρχέγονη και μεταγενέστερη– είναι η λεγομένη «μεταπατερικήθεολογία», δηλαδή μια άποψη η οποία μεταφέρεται από τους Προτεστάντες καιμερικούς Ορθοδόξους, οι οποίοι προσπαθούν με τον τρόπο αυτόν να αρνηθούν τηνδιδασκαλία των Πατέρων, την λατρεία της Εκκλησίας, την ησυχαστική παράδοση και,βεβαίως, τον μοναχισμό.
Και είναι εκπληκτικό, πράγματι, το γεγονός να επιχειρήταιο εκπροτεσταντισμός της ορθόδοξης θεολογίας με το να επαινήται από τους πιοπάνω θεολόγους και φιλοσοφούντας η προτεσταντική ερμηνεία, να υπονομεύεται ηησυχαστική, εκκλησιαστική, πατερική Παράδοση, χάριν μια «αρχέγονηςεκκλησιολογίας», η οποία αναφέρεται στην θεία Ευχαριστία, την Βασιλεία του Θεούκαι στηρίζεται απλώς στα κείμενα της Καινής Διαθήκης.
Με όσα λέγονται από αυτούς τους νέους προτεσταντίζοντεςκαι φιλοσοφούντες θεολόγους φαίνεται σαφέστατα ότι γίνεται προσπάθεια ναδιαβρωθή ολόκληρη η ασκητική παράδοση και ζωή της Εκκλησίας, όπως εκφράζεταιδια των μεγάλων Πατέρων της, ήτοι των Καππαδοκών Πατέρων, δηλαδή του Μ.Βασιλείου, του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, του αγίουΔιονυσίου του Αρεοπαγίτου, του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, του αγίου Ιωάννουτου Δαμασκηνού, του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, του αγίου Γρηγορίου τουΣιναΐτου, του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και όλων των Νηπτικών-ΦιλοκαλικώνΠατέρων της Εκκλησίας μέχρι των νεωτέρων, αλλά και όλων των οσίων ασκητών πουγνωρίσαμε τα τελευταία χρόνια (Ιωσήφ Σπηλαιώτου, Εφραίμ Κατουνακιώτου, ΠαϊσίουΑγιορείτου, Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Εφραίμ Φιλοθεΐτου κ.α.) και οι οποίοιομιλούν για την ασκητική ζωή, την μετάνοια, την νοερά προσευχή και γενικάομιλούν για την πορεία του ανθρώπου προς τον Θεό δια της καθάρσεως, τουφωτισμού και της θεώσεως.
Αυτό δημιουργεί και ένα άλλο σοβαρό πρόβλημα πουυπονομεύει την όλη εκκλησιολογία της Εκκλησίας. Δηλαδή, ερμηνεύονται τα δόγματατης Εκκλησίας έξω από τις βασικές προϋποθέσεις τους που είναι η εμπειρία, ηοποία συγκεκριμενοποιείται στην κάθαρση, τον φωτισμό και την θέωση, αλλάυπονομεύεται και η μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας, ήτοι το Βάπτισμα, το Χρίσμα, ηθεία Ευχαριστία και όλα τα άλλα Μυστήρια, όταν αποσυνδέωνται από την ασκητικήζωή, όπως εκφράζεται στην κάθαρση, τον φωτισμό και την θέωση.
Γνωρίζουμε, όμως, ότι ούτε τα Μυστήρια αποδεσμεύονται απότην ησυχαστική παράδοση, γιατί αυτό συνιστά έναν μαγικό τρόπο ζωής, ούτε ηησυχαστική παράδοση βιώνεται χωρίς τα Μυστήρια της Εκκλησίας, γιατί αυτό οδηγείστην ανατολική φιλοσοφία και στον μασαλιανισμό.
3. Ευρύτερες αναλύσεις
Η σύντομη αντίκρουση της κυοφορούμενης αυτής αίρεσης μέσαστην Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία προηγήθηκε, μας δίνει την δυνατότητα ναπροχωρήσουμε σε ευρύτερες επισημάνσεις, ουσιαστικά να επεκτείνουμε τις σκέψειςαυτές για να αντιμετωπισθή αυτή η επικίνδυνη κατάσταση που μπορεί να βλάψη ταμέλη της Εκκλησίας.
Γιατί, όπως φαίνεται καθαρά, πρόκειται για μιαπροτεσταντική αιρετική κακοήθεια, που εισήλθε μέσα στον οργανισμό μερικών μελώντης Εκκλησίας και δεν πρέπει να γίνη ένας εκκλησιαστικός κακοήθης όγκος που θαπροσβάλη τον οργανισμό της Εκκλησίας.
Θα μπορούσα προς ανατροπή όλων αυτών των θεωριών ναπαραπέμψω στο δίτομο βιβλίο που εξέδωσα με τίτλο «Εμπειρική Δογματική», μέσαστο οποίο παρουσιάζεται η διδασκαλία του αυθεντικού και γνησίου δογματολόγου π.Ιωάννου Ρωμανίδη, ο οποίος γνώρισε όλες αυτές τις απόψεις στην Αμερική, από τηνσχολαστική και προτεσταντική θεολογία τις οποίες σπούδασε, και μας παρουσίασετην γνησιότητα της πατερικής σκέψης και ζωής.
Όλες αυτές οι απόψεις που διατυπώθηκαν από μερικούςσύγχρονους θεολόγους αντιμετωπίζονται πολύ καλά από τον π. Ιωάννη Ρωμανίδη, σεκείμενα που θα δημοσιευθούν και αργότερα, και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίοτον έχουν δυσφημήσει πολύ.
Αλλά η αλήθεια θα λάμψη, αφού δεν θα αφήση ο Θεός τοόνειδος να επικρατήση μέσα στον αγιασμένο και ευλογημένο χώρο της ΟρθοδόξουΕκκλησίας, όπως αυτό φάνηκε στην ιστορία της Εκκλησίας. Το αυθεντικό θα αντέξηστον χρόνο και στις πιέσεις, ενώ το ψεύτικο θα εξαφανισθή.
Στην συνέχεια θα υπογραμμίσω μερικά χαρακτηριστικά σημείαπου αποδεικνύουν την προτεσταντική αυτή αιρετική κακοήθεια που επηρέασε καιμερικούς Ορθοδόξους, ώστε να μη γίνουν πνευματικός και εκκλησιαστικός όγκος καιπροκαλέση ασθένειες στους Χριστιανούς.
Οι προϋποθέσεις του ορθοδόξως θεολογείν
Οι άγιοι Πατέρες μας δίδαξαν ότι προκειμένου νααντιμετωπισθή μια διδασκαλία πρέπει να τονίζωνται οι προϋποθέσεις της ορθοδόξουθεολογίας. Το ερώτημα είναι: ποιός τελικά είναι θεολόγος μέσα στην Εκκλησία καιποιός μπορεί να θεολογή; Είναι χαρακτηριστικό ότι ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγοςστην αρχή των θεολογικών του λόγων, με τους οποίους αντιμετώπισε την αίρεση τωνΑρειανών, κυρίως των Ευνομιανών της εποχής του, που ήταν η κυριότερη αίρεσημεταξύ των Αρειανών, οι οποίοι Αρειανοί χρησιμοποιούσαν φιλοσοφικάεπιχειρήματα, χρειάσθηκε να κάνη λόγο για τις προϋποθέσεις του ορθοδόξωςθεολογείν, δηλαδή τόνισε ποιός μπορεί και πρέπει να θεολογή.
Εκεί ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος κάνει λόγο για «τους ενλόγω κομψούς», που χαίρονται «ταις βεβήλοις κενοφωνίαις» και τις αντιθέσεις«της ψευδωνύμου γνώσεως», αλλά είναι και «σοφισταί λόγων άτοποι και παράδοξοι».
Με τον φιλοσοφικό λόγο των Ευνομιανών «κινδυνεύειτεχνύδριον είναι το μέγα ημών μυστήριον». Τον ευνομιανό που θεολογεί φιλοσοφικάκαι ζη εκτός της παραδόσεως της Εκκλησίας τον ονομάζει «διαλεκτικόν και λάλον».
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ξεκαθαρίζει για τοποιές είναι οι βασικές προϋποθέσεις της ορθοδόξου θεολογίας. Λέγει ότι ηθεολογία δεν είναι οποιοδήποτε έργο, μάλιστα αυτών που έρχονται από ταχαμηλά.
Δεν είναι όλων το έργο να θεολογούν, αλλά «τωνεξητασμένων και διαβεβηκότων εν θεωρία και προ τούτων και ψυχήν και σώμακεκαθαρμένων η καθαιρομένων, το μετριώτατον».
Και αυτό είναι απαραίτητο γιατί είναι επικίνδυνο στον «μηκαθαρόν άπτεσθαι καθαρώ», όπως είναι επικίνδυνη η ηλιακή ακτίνα σε άρρωστοοφθαλμό.
Έτσι, εκείνος που θεολογεί πρέπει προηγουμένως νακαθαρισθή, αλλιώς καταλήγει σε αίρεση. Και για να έχη αυτές τις προϋποθέσειςτης θεολογίας πρέπει να περάση μέσα από την ησυχία.
Δηλαδή, μπορούμε να θεολογούμε «ηνίκα αν σχολήν άγωμεναπό της έξωθεν ιλύος και ταραχής, και μη το ηγεμονικόν ημών συγχέηται τοιςμοχθηροίς τύποις και πλανωμένοις», σαν να αναμειγνύωνται τα καλλιγραφημέναγράμματα με τα άσχημα η η ευωδία των μύρων με την ακαθαρσία.
Πρέπει κανείς προηγουμένως να σχολάση για να γνωρίση τονΘεό. «Δει γαρ τω όντι σχολάσαι και γνώναι Θεόν».
Η διδασκαλία αυτή του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, πουπροτάσσεται των θεολογικών του λόγων, δείχνει καθαρά ότι δίνεται μεγάλη σημασίαστις προϋποθέσεις της ορθοδόξου θεολογίας, γιατί όταν αυτές οι προϋποθέσειςαλλοιώνωνται, τότε αναποδράστως ο άνθρωπος οδηγείται σε απόκλιση από τηναλήθεια και, επομένως, στην κακοδοξία και την αίρεση.
Έτσι, οι απαραίτητες προϋποθέσεις της ορθοδόξου θεολογίαςείναι η ιερά ησυχία, η σχόλη κατά Θεόν, η κάθαρση της καρδιάς από τα πάθη, οφωτισμός του νου. Αυτά που λέει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος δεν είναι μια άλλημεταγενέστερη εκκλησιολογία, αλλά η ορθή εκκλησιολογία, που την συναντάμε στουςΑποστόλους, αλλά και τους Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, και όταν αυτήκαταργήται, τότε δεν υπάρχει καμμιά βεβαιότητα για την απόδοση της ορθοδόξουδιδασκαλίας και εκκλησιολογίας.
Στον λόγο στα Θεοφάνεια, ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγοςομιλεί για την κάθαρση, την έλλαμψη και την θέωση ως απαραίτητη προϋπόθεση τηςορθοδόξου θεολογίας, για να φθάση ο άνθρωπος στο χάρισμα της αληθείας και ναδουλεύη «Θεώ ζώντι και αληθινώ».
Μόνον έτσι μπορεί κανείς να φιλοσοφή-θεολογή περί τουΘεού. Και στην συνέχεια καθορίζει τον τρόπο της ορθοδόξου θεολογίας: «Ου γαρφόβος, εντολών τήρησις· ου δε εντολών τήρησις, σαρκός κάθαρσις τουεπιπροσθούντος τη ψυχή νέφους, και ουκ εώντος καθαρώς ιδείν την θείαν ακτίνα·ου δε κάθαρσις, έλλαμψις· έλλαμψις δε, πόθου πλήρωσις, τοις των μεγίστων, η τουμεγίστου, η υπέρ το μέγα εφιεμένοις».
Αυτό είναι απαραίτητο «δια τούτο καθαρτέον εαυτόν πρώτον,είτα τω καθαρώ προσομιλητέον». Σαφέστατα εδώ γίνεται λόγος για κάθαρση,έλλαμψη-φωτισμό και πορεία προς το «μέγα», δηλαδή την όραση του ακτίστου Φωτός,την θεοπτία, οπότε αποκτάται η αληθινή θεογνωσία.
Η ιερά ησυχία είναι ο ορθόδοξος τρόπος ζωής, όπως τηνσυναντάμε στην Αγία Γραφή και την Παράδοση της Εκκλησίας και όπως την έζησαν οιΠροφήτες, οι Απόστολοι και οι άγιοι δια μέσου των αιώνων. Δεν πρόκειται για μια«εκκλησιολογία» μεταγενέστερη που υποσκέλισε και εξουδετέρωσε την «αρχέγονηεκκλησιολογία».
Ούτε μερικοί Πατέρες επηρέασαν τους άλλουςμεταγενέστερους Πατέρες. Διερωτώμαι: όσοι διατυπώνουν τέτοιες απόψεις θεωρούντους Πατέρας της Εκκλησίας ως ανόητους και ανώριμους που δέχονται απλώςανέλεγκτα μερικές θεωρίες που δημιούργησαν κάποιοι άλλοι, και οι οποίες θεωρίεςαλλοιώνουν την παράδοση της Εκκλησίας, οπότε συντελούν και αυτοί αφελώς στηνπαρέκλιση από την ορθόδοξη θεολογία;
Και το χειρότερο είναι ότι δήθεν έρχεται στην συνέχεια ηΕκκλησία δια των Πατέρων στις Οικουμενικές Συνόδους και κατοχυρώνει αυτήν τηναλλοίωση! Απορώ πως τέτοια σοφίσματα υποστηρίζονται από δήθεν ορθοδόξους, πουαναμασούν τις διατυπωθείσες προτεστάντικες απόψεις.
Η άποψη που αναφέραμε προηγουμένως παραθεωρεί τελείως τηνπαρουσία του Αγίου Πνεύματος μέσα στην Εκκλησία και την διδασκαλία ότι οι άγιοιείναι θεούμενοι, όπως επανειλημμένως τονίζεται στα κείμενα των Πατέρων και τωνΟικουμενικών Συνόδων.
Κάνοντας λόγο για ησυχαστικό τρόπο ζωής εννοούμε όλη τηνευαγγελική ζωή, που αναφέρεται στον αγώνα για την αντιμετώπιση του διαβόλου,του θανάτου και της αμαρτίας, για την θεραπεία των λογισμών, την καθαρότητα τηςκαρδιάς, την ενεργοποίηση της νοεράς ενεργείας, ώστε ο νους να προσεύχεταικαθαρά στον Θεό, την απόκτηση της ανιδιοτελούς αγάπης, την θεραπεία τουτριμερούς της ψυχής κλπ.
Αυτή η ασκητική ζωή συνδέεται στενότατα με την μυστηριακήζωή και αποτελεί την πεμπτουσία του ευαγγελικού-εκκλησιαστικού τρόπου ζωής.
Εδώ πρέπει να σημειωθή ότι ο Ευάγριος ο Ποντικός, για τονοποίο οι νέοι προτεσταντίζοντες θεολόγοι θεωρούν ότι εισήγαγε την παρέκλιση απότην «αρχέγονη εκκλησιολογία» και ότι δήθεν αυτός επηρέασε τον άγιο Γρηγόριο τονΘεολόγο, χειροτονήθηκε διάκονος από τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο και υπηρέτησεως διάκονός του, όταν εκείνος ήταν Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως. Βεβαίως, οΕυάγριος δέχθηκε έναν επηρεασμό από τον Ωριγένη σε μερικές απόψεις, αλλά σεθεολογικά θέματα επηρεάσθηκε από τους Καππαδόκες Πατέρες, μάλιστα δε στηνασκητική του διδασκαλία αποτυπώνεται η μοναχική παράδοση της ερήμου, όπωςβιωνόταν στην εποχή του, όπως υποστηρίζει ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ.
Πάντως, η θεολογία του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου δενμπορεί να θεωρηθή ως επηρεασμός από τον Ευάγριο τον Ποντικό, μάλλον το αντίθετοέγινε, ότι ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος στα ησυχαστικά θέματα επηρέασε τονΕυάγριο, ο οποίος διετύπωσε αυτήν την ησυχαστική παράδοση με τον δικό τουλεκτικό τρόπο.
Εδώ πρέπει να σημειώσω ότι ο τίτλος του αγίου Γρηγορίουείναι Θεολόγος και όχι Ναζιανζηνός, όπως το έλεγαν περιφρονητικά οι εχθροί τουαρειανοί στην εποχή του και το επαναλαμβάνουν και οι Προτεστάντες στην εποχήμας, αλλά και μερικοί Ορθόδοξοι που επηρεάζονται από αυτούς.
Εμείς οι Ορθόδοξοι θα τον αποκαλούμε όπως τονχαρακτηρίζει η Ορθόδοξη Εκκλησία, ήτοι άγιο Γρηγόριο Θεολόγο, ΑρχιεπίσκοποΚωνσταντινουπόλεως.
Με όσα γραφούν στην συνέχεια, θα διευκρινισθή ακόμηπερισσότερο η διδασκαλία αυτή του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου.
Η εμπειρία της δόξης του Θεού και η διατύπωσήτης
Η Εκκλησία είναι το Σώμα του Χριστού και τα μέλη τηςΕκκλησίας είναι μέλη του αναστημένου Σώματός Του και ζουν μυστηριακά καιασκητικά. Δεν υπάρχουν δύο η και περισσότεροι τύποι εκκλησιολογίας ούτε ο έναςτύπος εκκλησιολογίας υποχωρεί από την πίεση ενός αλλου τύπου εκκλησιολογίας,αλλά μία είναι η εκκλησιολογία, όπως καθορίζεται από την όλη ζωή της ΟρθοδόξουΕκκλησίας.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν αλλοίωσαν την «αρχέγονηπαράδοση» την οποία κληρονόμησαν, αλλά ζουν οργανικά «συν πάσι τοις αγίοις»,εντάσσονται μέσα στην ενότητα των Προφητών, των Αποστόλων και των Πατέρων.
Η ίδια η Εκκλησία, δια των Πατέρων που φωτίζονται από τηνενέργεια του Αγίου Πνεύματος, βιώνουν την εμπειρία της δόξης του Θεού και τηνδιατυπώνουν ανάλογα με τις προκλήσεις της εποχής τους. Έτσι, διαφυλάσσεται ηίδια αποκαλυφθείσα αλήθεια, αλλά μερικές φορές αλλάσσουν οι όροι και οι λέξεις,χωρίς να χάνεται το πνευματικό τους νόημα.
Έτσι, η λέξη θέωση δεν υπάρχει στην Αγία Γραφή, αλλά δι’αυτής διατυπώνονται τα νοήματα που έχουν άλλες λέξεις, όπως τελείωση, δοξασμόςκλπ. Στην Αγία Γραφή δεν μπορούμε να βρούμε την λέξη ομοούσιος ούτε και άλλουςπαρόμοιους όρους.
Οι Πατέρες προσέλαβαν αυτήν την ορολογία από τηνφιλοσοφία, όπως την χρησιμοποιούσαν οι αιρετικοί της εποχής εκείνης, τηναποφόρτισαν από το νόημα που είχε και της έδωσαν διαφορετικό νόημα. Αυτό,σύμφωνα με την άποψη των στοχαστών θεολόγων είναι αλλοίωση της ορθοδόξουθεολογίας και της εκκλησιολογίας;
Αυτό που έκαναν οι Πατέρες στο δόγμα το έκαναν και στιςπροϋποθέσεις του δόγματος, που είναι η ιερά ησυχία, η κάθαρση της καρδιάς, ηεσωτερική νοερά προσευχή, η θεοπτία κλπ.
Όπως δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε τους Πατέρας ότι δήθεναλλοίωσαν την «αρχέγονη θεολογία» στο δόγμα της Αγίας Τριάδος, επειδήχρησιμοποίησαν την φιλοσοφική ορολογία της εποχής τους, έτσι δεν μπορούμε νακατηγορήσουμε τους Πατέρας επειδή χρησιμοποίησαν μερικούς όρους από τηννεοπλατωνική φιλοσοφία η επειδή δέχθηκαν έστω τους όρους που χρησιμοποίησε οΕυάγριος ο Ποντικός και ο άγιος Μάκαριος ο Αιγύπτιος. Δεν πρόκειται για μιαδιαφορετική και αντίθετη εκκλησιολογία, αλλά για την ίδια εκκλησιολογία, ηοποία διατυπώνεται με όρους που απέδιδαν καλύτερα την εμπειρία την οποία ζούσανοι ίδιοι ως θεούμενοι.
Στην πραγματικότητα οι Πατέρες της Εκκλησίαςχρησιμοποίησαν διαφόρους όρους από την φιλοσοφική γλώσσα της εποχής τους για ναανατρέψουν τις θέσεις της φιλοσοφίας και τις απόψεις των αιρετικών, όπως θαδούμε σε άλλη ενότητα.
Όποιος δεν μπορεί να καταλάβη την διαφορά που υπάρχειμεταξύ των ακτίστων ρημάτων και των κτιστών ρημάτων και νοημάτων, όπως έλεγε οπ. Ιωάννης Ρωμανίδης, δεν μπορεί να καταλάβη στο ελάχιστον την ορθόδοξηθεολογία. Άλλο είναι η εμπειρία της δόξης του Θεού και άλλο είναι η διατύπωσηαυτής της εμπειρίας.
Οι Πατέρες έζησαν σε μια εποχή που επικρατούσε η ελληνικήφιλοσοφία και χρειάσθηκε να χρησιμοποιήσουν την ορολογία της εποχής τους για νααντιμετωπίσουν τους εξελληνισμένους Χριστιανούς. Αν ζούσαν στην σημερινή εποχήθα χρησιμοποιούσαν την ορολογία της εποχής μας για τον άνθρωπο, δηλαδή θαχρησιμοποιούσαν τους βιολογικούς όρους (π. Ιωάννης Ρωμανίδης), όταν βέβαια δενανατρέπεται η υπονομεύεται η ορολογία των Οικουμενικών Συνόδων.
Πάντως, η ορολογία που χρησιμοποιήθηκε από τους Πατέραςκαι καθιερώθηκε στις Οικουμενικές Συνόδους είναι πλέον δεδομένη, είναι μέροςτης Παραδόσεως αναπαλλοτρίωτο, δεν μπορεί κανείς, εν ονόματι δήθεν μιας παλαιάςεκκλησιολογίας, να την ανατρέψη και να την απομυθεύση.
Οι πρώτες μελέτες του π. Ιωάννου Ρωμανίδη στουςΑποστολικούς Πατέρας της Εκκλησίας, αλλά και στο Ευχολόγιο της Εκκλησίας,φανερώνουν ότι η νηπτική-ασκητική παράδοση είναι το ουσιαστικότερο τμήμα τηςΟρθοδόξου Παραδόσεως, είναι εκείνο που δείχνει τις πραγματικές προϋποθέσεις τωνορθοδόξων δογμάτων και της όλης εκκλησιαστικής ζωής.
Η νηπτική παράδοση και η Αγία Γραφή
Το νόημα της νηπτικής-ησυχαστικής παραδόσεως περί τηςκαθάρσεως, του φωτισμού και της θεώσεως ανευρίσκεται μέσα στην Αγία Γραφή–Παλαιά και Καινή Διαθήκη– όταν ερμηνεύεται με ορθόδοξες προϋποθέσεις και όχιμέσα από την ερμηνευτική της προτεσταντικής θεολογίας.
Στα κατά καιρούς εκδοθέντα βιβλία μου παρέθεσα άφθονουλικό για το θέμα αυτό, αλλά εδώ θα αρκεσθώ σε μερικά παραδείγματα.
Οι μακαρισμοί του Χριστού, που είναι η πρώτη διδασκαλίαΤου, δείχνουν τι ακριβώς είναι η πνευματική ζωή και διασώζουν όλα ταχαρακτηριστικά γνωρίσματα της νηπτικής-ησυχαστικής παραδόσεως της Εκκλησίας.
Σε αυτούς γίνεται λόγος για την πτωχεία του πνεύματος, ωςπροϋπόθεση της Βασιλείας του Θεού· για το κατά Θεόν πένθος που οδηγεί στηνπαράκληση· για την πραότητα ως προϋπόθεση κληρονομήσεως της γης· για την πείνακαι την δίψα· για την δικαιοσύνη του Χριστού που φέρνει πνευματικό χορτασμό·για την ελεημοσύνη που αποσπά το έλεος του Θεού· για την καθαρότητα τηςκαρδιάς, δια της οποίας βλέπει κανείς τον Θεό· για την ειρηνοποιΐα, γιατί έτσιγίνεται κανείς υιός του Θεού· για τον διωγμό για την δικαιοσύνη του Θεού καιτον ονειδισμό ένεκέν Του, γιατί έτσι αποκτάται η χαρά και η αγαλλίαση και ομισθός στους ουρανούς (Ματθ. ε , 1-13).
Μελετώντας κανείς προσεκτικά τους μακαρισμούς αυτούς, οιοποίοι στην πραγματικότητα συνιστούν τον αληθινό εκκλησιαστικό τρόπο ζωής,βλέπει ότι προτρέπονται οι Χριστιανοί να τηρούν τις εντολές του Χριστού, αλλάκυρίως παρατηρεί ότι όλα τα μεγάλα αγαθά, η όραση του Θεού, η μέθεξη τηςΒασιλείας του Θεού, η βίωση της υιοθεσίας είναι προϋπόθεση της ασκητικής ζωής,που είναι η ταπείνωση, το πένθος, η πραότητα, η κάθαρση της καρδιάς, ο διωγμόςκαι το μαρτύριο για την δόξα του Χριστού.
Στην συνέχεια, αν μελετήση κανείς το γεγονός τηςΜεταμορφώσεως του Χριστού στο όρος Θαβώρ και την μέθεξη της δόξης του ακτίστουΦωτός από τους τρεις Μαθητές (Ματθ. ιστ , 28 - ιζ ,1-8), σε συνδυασμό με τηνφανέρωση του Αναστάντος Χριστού και την βίωση του μυστηρίου της Πεντηκοστής,τότε καταλαβαίνει σε τι συνίσταται η πνευματική ζωή.
Ο Απόστολος Πέτρος στις καθολικές του επιστολέςαναφέρεται σε όλην αυτήν την ησυχαστική ζωή που πρέπει να ζουν οι Χριστιανοί:«Ως πάντα ημίν της θείας δυνάμεως αυτού τα προς ζωήν και ευσέβειαν δεδωρημένηςδια της επιγνώσεως του καλέσαντος ημάς δια δόξης και αρετής, δι ὧν τα τίμιαημίν και μέγιστα επαγγέλματα δεδώρηται, ίνα δια τούτων γένησθε θείας κοινωνοί φύσεωςαποφυγόντες της εν κόσμω εν επιθυμία φθοράς» (Β Πετρ. α , 3-4).
Πρέπει κανείς να απομακρύνεται από την κοσμική νοοτροπίακαι να φθάση στην κοινωνία με τον Θεό. Στην συνέχεια αναφέρεται στην πίστη πουσυνδέεται με την αρετή, την γνώση, την εγκράτεια, την υπομονή, την ευσέβεια,την φιλαδελφία, την αγάπη.
Με αυτά φθάνει ο άνθρωπος στην επίγνωση του Χριστού.Εκείνος που δεν έχει αυτά «τυφλός εστι, μυωπάζων, λήθην λαβών του καθαρισμούτων παλαιών αυτού αμαρτιών» (Β Πέτρ. α , 5-9).
Προτρέπει τους Χριστιανούς να αγωνίζωνται για ναεπιτύχουν τον σκοπό τους· «διο μάλλον, αδελφοί, σπουδάσατε βεβαίαν υμών τηνκλήσιν και εκλογήν ποιείσθαι· ταύτα γαρ ποιούντες ου μη πταίσητέ ποτε. ούτω γαρπλουσίως επιχορηγηθήσεται υμίν η είσοδος εις την αιώνιον βασιλείαν του Κυρίουημών και σωτήρος Ιησού Χριστού» (Β Πέτρ. α , 10-11).
Προσδιορίζοντας δε τι είναι αυτή η Βασιλεία του Θεούαναφέρεται στην φανέρωση της δόξης του Θεού στο Όρος Θαβώρ, που διακρίνεταισαφέστατα από την φιλοσοφία, η οποία είναι «σεσοφισμένοι μύθοι»: «ου γαρσεσοφισμένοις μύθοις εξακολουθήσαντες εγνωρίσαμεν υμίν την του Κυρίου ημώνΙησού Χριστού δύναμιν και παρουσίαν, αλλ ἐπόπται γενηθέντες της εκείνουμεγαλειότητος.
Λαβών γαρ παρά Θεού πατρός τιμήν και δόξαν φωνήςενεχθείσης αυτώ τοιάσδε υπό της μεγαλοπρεπούς δόξης, ούτός εστιν ο υιός μου οαγαπητός, εις ον εγώ ευδόκησα, και ταύτην την φωνήν ημείς ηκούσαμεν εξ ουρανούενεχθείσαν, συν αυτώ όντες εν τω όρει τω αγίω. και έχομεν βεβαιότερον τονπροφητικόν λόγον, ω καλώς ποιείτε προσέχοντες ως λύχνω φαίνοντι εν αυχμηρώτόπω, έως ου ημέρα διαυγάση και φωσφόρος ανατείλη εν ταις καρδίαις υμών» (Β’Πέτρ. α , 5-19).
Στο αποστολικό αυτό κείμενο φαίνεται σαφέστατα ποιά είναιη κλήση των Χριστιανών, τι είναι η Βασιλεία του Θεού, πως αξιώνεται κανείςαυτής της θεωρίας και, βεβαίως, ότι πρόκειται για εμπειρία της ακτίστου δόξηςπου διακρίνεται από κάθε φιλοσοφία, πλατωνική και νεοπλατωνική.
Η ησυχαστική παράδοση φαίνεται στο πρώτο κεφάλαιο της Α’Καθολικής επιστολής του Αποστόλου Πέτρου. Εκεί προτρέπονται όλοι οι Χριστιανοίνα περιζώσουν την διάνοιά τους, να είναι νήφοντες, να ελπίσουν τελείως «επί τηνφερομένην υμίν χάριν εν αποκαλύψει Ιησού Χριστού», ως τέκνα της υπακοής να μησυσχηματίζονται με τις επιθυμίες που είχαν κατά τον χρόνο της άγνοιας, πριν τοΒάπτισμα, αλλά να ζουν σύμφωνα με την κλήση του Αγίου Θεού, να γίνουν και αυτοίάγιοι, σε κάθε αναστροφή (Α’ Πέτρ. α , 13-17).
Και εδώ η βίωση των μεγάλων αγαθών προϋποθέτει τηνσυγκέντρωση της διανοίας, την νήψη, την ελπίδα της απολαύσεως του Θεού, δηλαδήτης θεοπτίας, και με αυτό τον τρόπο γίνονται άγιοι.
Η αγιότης δεν είναι κάτι δεδομένο που δίνεται μηχανικάκαι μαγικά, αλλά προϋποθέτει την ενέργεια του Θεού και την συνέργεια τουανθρώπου.
Αυτά είναι μερικά παραδείγματα από την Καινή Διαθήκη,αλλά υπάρχει πληθώρα τέτοιων χωρίων που δείχνουν όλη την προοπτική τηςκαθάρσεως της καρδιάς, του φωτισμού του νου και της θεοπτίας, ώστε να μηνχρειάζεται να προσλάβουν οι Πατέρες αυτήν την διδασκαλία από τον πλατωνισμό καιτον νεοπλατωνισμό. Πλούσιο υλικό μπορεί κανείς να βρη στις επιστολές τουΑποστόλου Παύλου, όπως το έκανα σε ένα κείμενό μου με τίτλο «Η ησυχία και ηθεοπτία στις επιστολές του Αποστόλου Παύλου».
Η νηπτική-ησυχαστική παράδοση και οι άγιοιΠατέρες
Την ησυχαστική παράδοση συναντάμε σε όλα τα πατερικάκείμενα. Δεν υπάρχει Πατέρας της Εκκλησίας, που είχε εμπειρίες πνευματικήςζωής, και δεν αναφέρεται στην κάθαρση, τον φωτισμό και την θέωση.
Δεν πρόκειται για επηρεασμό από την πλατωνική καινεοπλατωνική φιλοσοφία, αλλά για την έκφραση της εμπειρίας τους, μέσα από τουςόρους της εποχής τους.
Άλλωστε, όπως προαναφέρθηκε, ο Ευάγριος ο Ποντικός, στοσημείο αυτό κατέγραψε την ησυχαστική παράδοση την οποία βρήκε στους μοναχούςτης Παλαιστίνης.
Έτσι, είναι βλάσφημο να θεωρήση κανείς τους Πατέρας σανανώριμους πνευματικά, ώστε να επηρεάζωνται από την νεοπλατωνική φιλοσοφία. Καιαν ακόμη επηρεάσθηκαν εξωτερικά, φραστικά, στην πραγματικότητα με τις λέξειςπου προσέλαβαν, διετύπωσαν την όλη ησυχαστική-νηπτική παράδοση της Εκκλησίας.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος αναφέρεται πολλές φορές στηνκάθαρση, τον φωτισμό και την θέωση. Προηγουμένως αναφέρθηκαν μερικά χωρία τουστα οποία φαίνεται ότι η κάθαρση, ο φωτισμός και η θέωση είναι ο απαραίτητοςτρόπος ορθοδόξου θεολογίας και έξω από αυτές τις προϋποθέσεις ενυπάρχει οκίνδυνος της αιρέσεως.
Εδώ πρέπει να αναφερθή ο λόγος του περί της ιερωσύνης,που δικαιολογεί γιατί, όταν του ετέθη το θέμα της ιερωσύνης, την απέφυγε καιέφυγε για τον Πόντο. Μεταξύ των άλλων λέει ότι ήλθε μέσα του «έρως του καλούτης ησυχίας και της αναχωρήσεως· ης εραστής γενόμενος εξ αρχής».
Στην συνέχεια κάνει λόγο για το ότι επιδίωκε την κάθαρσηκαι την έλλαμψη, επειδή το έργο της ιερωσύνης είναι μεγάλο, γιατί «καθαρώ μόνοναπτέον του καθαρού και ωσαύτως έχοντος», και πρέπει να λαμπρύνη τον λόγο «τωφωτί της γνώσεως», αλλά και τον νουν και την ακοή.
Είναι επικίνδυνο να θεολογήση κανείς, αν δεν καθαρισθούντα τρία αυτά «η ουκ ενελάμφθη νους, η λόγος ησθένησεν, η ουκ εχώρησεν ακοή μηκεκαθαρμένη».
Το καταπληκτικότερο δε από όλα είναι ότι ο λόγος αυτόςτου αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, εκτός του ότι αναφέρεται στην κάθαρση, τηνέλλαμψη και την θεοπτία, που είναι απαραίτητα γνωρίσματα όχι μόνον τηςορθοδόξου θεολογίας, αλλά και της διακονίας της ιερωσύνης, κάνει ευρύτατα λόγογια την θεραπεία του ανθρώπου.
Δηλαδή, την κάθαρση, την έλλαμψη και την γνώση του Θεούτην χαρακτηρίζει ως θεραπεία του ανθρώπου. Τον ιερέα τον θέλει θεραπευτή, ηθεραπεία γίνεται μέσα στην Εκκλησία δια των Μυστηρίων και της ασκήσεως, και τοόλο έργο της θείας ενανθρωπήσεως απέβλεπε στην θεραπεία του ανθρώπου. Και ότανκάνη λόγο για θεραπεία, την εντοπίζει στον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου, τηνκαρδιά.
«Ημίν δε περί τον κρυπτόν της καρδίας άνθρωπον η πάσαθεραπεία τε και σπουδή, και προς τον ένδοθεν ημίν αντιπολεμούντα καιαντιπαλαίοντα η μάχη, ος ημίν αυτοίς όπλοις καθ’ ημών χρώμενος, το δεινότατον,τω της αμαρτίας θανάτω δίδωσι».
Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης προσδιορίζοντας την αρετή,παρουσιάζει ως τύπο τελείου ανθρώπου τον Προφήτη Μωϋσή.
Έτσι, στο έργο του «Εις βίον του Μωϋσέως» κάνει λόγο γιατην ησυχαστική παράδοση, η οποία είναι απαραίτητη για την θεογνωσία.Προσαρμόζει πλήρως στην πνευματική κατάσταση του ανθρώπου αυτό που έγινε στηνΠαλαιά Διαθήκη, κατά την εμφάνιση του Θεού στο όρος Σινά.
Δηλαδή, ο Θεός έδωσε εντολή στον Μωϋσή να καθαρισθή ολαός από κάθε ρύπο, να απομακρυνθούν και αυτά τα άλογα ζώα από το όρος και ναανέλθη επάνω σε αυτό μόνον εκείνος. Πρόκειται για την κάθαρση της ψυχής και τουσώματος, αλλά και την απομάκρυνση ακόμη και των δερματίνων χιτώνων, που είναι ηθνητότητα και φθαρτότητα.
Κάνοντας λόγο για την ανύψωση του ανθρώπου στην θεωρίατου Θεού γράφει: «οδός δε αυτώ προς την τοιαύτην γνώσιν η καθαρότης γίνεται, ουτου σώματος μόνον περιρραντηρίοις τισίν αφαγνισθέντος, αλλά και των ενδυμάτωνπάσης κηλίδος αποκλυσθέντων τω ύδατι».
Η καθαρότητα αναφέρεται στην ψυχή και το σώμα. «Τούτο σεεστι το δια πάντων καθαρεύσαι δει τον μέλλοντα προσβαίνειν τη των νοητώνθεωρία, ως και ψυχή και σώματι καθαρόν είναι και ακηλίδωτον τον εν εκατέρωρύπον καταλλήλως αποκλυσάμενον, ως αν καθαροί και τω το κρυπτόν ορώντιφανείημεν…».
Εξηγεί ότι εκείνος που θέλει να ανέλθη στην θεωρία πρέπειπροηγουμένως να καθάρη τον τρόπο από κάθε αισθητική και άλογη τάση και να πλύνηαπό τον νου του κάθε γνώμη που του δημιουργήθηκε από κάθε προκατάληψη και ναχωρισθή από την σύνοικό του αίσθηση και αφού γίνη καθαρός από αυτήν, τότε νατολμήση να ανέβη στο όρος της θεοπτίας, όπως έκανε ο Μωϋσής.
Συνεχίζοντας αυτήν την ερμηνεία λέγει ότι «ο κεκαθαρμένοςνους και οξύς την ακοήν της καρδίας», αφού ακούση τον ήχο της θείας δυνάμεωςαπό την θεωρία των όντων, εισέρχεται στην αχειροποίητη σκηνή, αποκτά την θείαγνώση, την οποία στην συνέχεια δείχνει σε εκείνους που βρίσκονται κάτω «δια τηςυλικής μιμήσεως», δηλαδή δια της χειροποιήτου σκηνής.
Σαφέστατα εδώ γίνεται λόγος για την θεοπτία των αρρήτωνρημάτων, ύστερα από την κάθαρση και την έλλαμψη και την διατύπωση αυτών τωναρρήτων ρημάτων με κτιστά ρήματα, νοήματα και εικονίσματα.
Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής ο μεγάλος αυτός Πατέρας τηςΕκκλησίας που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ζωή της Εκκλησίας, είπε ένανσημαντικό λόγο: «δαιμόνων θεολογία η δίχα πράξεως γνώσις».
Αυτό σημαίνει ότι η θεολογία είναι καρπός του φωτισμούτου νου και της θεωρίας του Θεού, όταν ο Θεός αποκαλύπτει τον εαυτό του στουςθεουμένους, σε αυτούς που πέρασαν μέσα από την κάθαρση της καρδιάς. Κατάσυνέπεια μια θεολογία που δεν είναι καρπός και απαύγασμα της πράξεως, τηςπρακτικής ζωής που είναι η κάθαρση από τα πάθη είναι θεολογία της φαντασίας,που οπωσδήποτε είναι δαιμονική.
Μέσα σε αυτήν την προοπτική ο άγιος Μάξιμος, ερμηνεύονταςτα συγγράμματα του αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, κάνει λόγο για τις τρειςδιαβαθμίσεις των πιστών, ήτοι τις τρεις κατηγορίες των σωζομένων.
Πρόκειται για την ασκητική διδασκαλία του αγίου Μαξίμουτου Ομολογητού την οποία συναντάμε σε όλα τα κείμενά του, η οποία αναφέρεταιστην προσωπική προσοικείωση της σωτηρίας και την χωρίζει σε τρία μέρη, ήτοι την«πρακτική φιλοσοφία» η πράξη, την «φυσικήν θεωρίαν» η απλώς θεωρία, και την«μυστικήν θεολογίαν» η απλώς θεολογία.
Η πρακτική φιλοσοφία, που έχει αρνητική και θετικήπλευρά, αφού καθαρίζει τον άνθρωπο από τα πάθη και τον κοσμεί με τις αρετές, ηφυσική θεωρία, που φωτίζει τον νου του ανθρώπου με την αληθινή γνώση, και ημυστική θεολογία στεφανώνει τον άνθρωπο με την ύψιστη εμπειρία, την οποίααποκαλεί έκσταση.
Έτσι, η διδασκαλία του αγίου Μαξίμου αναφέρεται στιςτρεις βαθμίδες του χριστιανικού ασκητικού βίου, δηλαδή, του πρακτικού, τουθεωρητικού και του μυστικού-θεολογικού. Επίσης, τους σωζομένους Χριστιανούςστις τρεις διαιρέσεις τους, άλλοτε τους αναφέρει ως πιστούς, εναρέτους καιγνωστικούς, και άλλοτε ως δούλους, μισθωτούς και υιούς.
Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, ο Πατέρας του ακτίστουφωτός, ο οποίος φωτιζόταν από την εμπειρία της ουράνιας Βασιλείας, την θεωρίατου ακτίστου Φωτός, αναφαίρεται συχνά στα έργα του για την πορεία του ανθρώπουαπό την κάθαρση, στον φωτισμό και την θέωση.
Μάλιστα ένα κείμενό του, στο οποίο παρουσιάζει συνοπτικάτην όλη θεολογία του, το επιγράφει «κεφάλαια πρακτικά και θεολογικά», αφού ηπράξη είναι η κάθαρση της καρδιάς από τα πάθη και η θεολογία αναφέρεται στονφωτισμό του νου και την θεωρία του ακτίστου φωτός.
Σε ένα χαρακτηριστικό χωρίο του λέγει ότι η πίστη, οφόβος του Θεού και η τήρηση των εντολών προξενεί τους μισθούς «κατά τηναναλογίαν της καθάρσεως». «Καθόσον γαρ καθαιρόμεθα κατά τοσούτον εις αγάπηνΘεού από του φοβείσθαι αναγόμεθα» και έτσι από τον φόβο του Θεού, «κατάπροκοπήν» μεταβαίνουμε στο να αγαπάμε τον Θεό.
Τότε, ο Χριστός και ο Πατήρ μας αγαπά «προοδοποιούντοςτου Πνεύματος δηλαδή και την οικίαν προευτρεπίζοντος», οπότε «ως εν μια συνόδωτων υποστάσεων μόνην γίνεσθαι ημάς Πατρός και Υιού και αγίου Πνεύματος».
Σε μια άλλη ομιλία στους μοναχούς του εκφράζει την χαράτου επειδή βλέπει την προκοπή στον βίο τους «επί το κρείττον εν πίστει, εναγνεία, εν φόβω Θεού, εν ευλαβεία, εν κατανύξει, και δάκρυσι, δι’ ων ο έσωκαθαίρεται άνθρωπος και πληρούται φωτός θείου και όλος Πνεύματος Αγίου γίνεταικαι συντετριμμένω ψυχής και καταβεβλημένω φρονήματι, και η χαρά η εμή γίνεταιεις ευλογίαν υμών και προσθήκην ανωλέθρου και μακαρίας ζωής εν Χριστώ Ιησού τωΚυρίω ημών».
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, το μεγάλο αυτό αστέρι τηςΕκκλησίας, με την θεολογία του ανέδειξε όλη την ησυχαστική παράδοση ωςπροϋπόθεση για την πνευματική εμπειρία του Θεού, για την θεογνωσία.
Αυτό φαίνεται στο έργο του «υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων»,στο οποίο συνέτριψε όλα τα επιχειρήματα του δυτικού σχολαστικισμού, τον οποίοεπρέσβευε ο Βαρλαάμ, αλλά και τα επιχειρήματα όλων των δια μέσου των αιώνωνβαρλααμιτών, που θέλουν να ανατρέψουν την εκκλησιολογία των Πατέρων τηςΕκκλησίας, όπως και την θεολογία και την εκκλησιολογία των Τοπικών και ΟικουμενικώνΣυνόδων.
Το εκπληκτικό δε είναι ότι όταν έγινε ΜητροπολίτηςΘεσσαλονίκης πέρασε όλη αυτήν την ιερά ησυχαστική παράδοση στις ομιλίες του πουεξεφώνησε στο ποίμνιό του.
Υπάρχει πλούσιο υλικό πάνω στο θέμα αυτό, το οποίοεξέθεσα σε άλλα κείμενά μου και παρέλκει η καταγραφή του εδώ. Και τοσπουδαιότερο είναι ότι η ησυχαστική και θεοπτική διδασκαλία του αγίου Γρηγορίουτου Παλαμά κατοχυρώθηκε από τις Συνόδους που έγιναν στην εποχή του, κυρίως τηνΣύνοδο του 1351, που εκλαμβάνεται και θεωρείται ως η Θ’ Οικουμενική Σύνοδος.
Γίνεται φανερό ότι όλοι οι ανωτέρω μεγάλοι Πατέρες τηςΕκκλησίας, και πολλοί άλλοι, κάνουν λόγο για την κάθαρση, τον φωτισμό και τηνθέωση, για την ιερά ησυχία ως απαραίτητη προϋπόθεση του ορθοδόξως θεολογείν,γι’ αυτό και υβρίζονται με τις απόψεις των στοχαζομένων και προτεσταντιζόντωνθεολόγων ότι δήθεν επηρεάσθηκαν από νεοπλατωνικές θεωρίες και αλλοίωσαν τηνπρογενέστερή τους παράδοση.
Όλοι αυτοί οι Πατέρες αισθάνονταν ότι είναι διάδοχοι τωναγίων Πατέρων στο φρόνημα και την ζωή.
Βεβαίως, φαίνεται μια εξωτερική ομοιότητα στην ορολογίαμεταξύ των Πατέρων και των νεοπλατωνικών, αλλά υπάρχει ουσιαστική διαφοράμεταξύ τους. Στην διδασκαλία των πλατωνικών και των νεοπλατωνικών γίνεται λόγοςγια τον Θεό που δεν έχει έρωτα για τον άνθρωπο, αφού ο έρωτας είναι η επιθυμίαεπιστροφής της φύσει αθανάτου ψυχής στον αγέννητο κόσμο των ιδεών από όπουεξέπεσε, ενώ στους Πατέρας γίνεται λόγος για την αγάπη του Θεού προς τονάνθρωπο.
Στην θεωρία των πλατωνικών και των νεοπλατωτικών γίνεταιδιάκριση μεταξύ φύσει αθανάτου ψυχής και φύσει θνητού σώματος, που σημαίνει ότιη ψυχή ανήκε προηγουμένως στον αγέννητο κόσμο των ιδεών και εξέπεσε από αυτόν,οπότε περικλείσθηκε στο σώμα για να τιμωρηθή. Ευρισκομένη δε στο σώμα αναζητάνα ελευθερωθή και επανέλθη στον κόσμο των ιδεών.
Έτσι, κατά τους πλατωνικούς και νεοπλατωνικούς, η κάθαρσητης ψυχής είναι η απαλλαγή της από το σώμα, ο φωτισμός της ψυχής είναι η γνώσητων αρχετύπων των όντων, των ιδεών και η σωτηρία της ψυχής είναι η έκσταση καιη απελευθέρωσή της από το σώμα.
Η νεοπλατωνική αυτή άποψη δεν έχει καμμιά σχέση με τηνδιδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας, κατά τους οποίους η ψυχή είναιδημιούργημα του Θεού, που δημιουργήθηκε εξ ουκ όντων, αμέσως με την δημιουργίατου σώματος· το σώμα δεν είναι φυλακή της ψυχής, αλλά το θετικό δημιούργημα τουΘεού· ο φωτισμός είναι η νοερά καρδιακή προσευχή, με την ενέργεια του ΑγίουΠνεύματος, που γίνεται μέσα στην καρδιά, δηλαδή στο σώμα· η έκσταση δεν είναι ηέξοδος της ψυχής από το σώμα, αλλά η απελευθέρωσή της από το σαρκικό φρόνημα,και η θέωση δεν είναι η επαναφορά της ψυχής στον αγέννητο κόσμο των ιδεών, αλλάη κοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό, η θεοπτία.
Στην εμπειρία των νεοπλατωνικών δεν συμμετέχει το σώματου ανθρώπου στην πορεία της ψυχής προς τον Θεό. Γίνεται και εκεί λόγος γιαεμπειρία φωτός, αλλά είναι φως παρυφιστάμενο, που είναι έξω από τον άνθρωπο,έχει χώρο και χρώμα και τελικά είναι φως διαβολικό.
Κατά τους Πατέρας της Εκκλησίας, όμως, η έλλαμψη και ηθεοπτία είναι εμπειρία του ακτίστου Φωτός, είναι μέθεξη και σύγκραση με το θείοΦως, και μεταμορφώνεται όχι μόνον η ψυχή, αλλά και το σώμα του ανθρώπου.
Έπειτα, η εμπειρία των στωϊκών και των νεοπλατωνικώνσυνδέεται με την έκσταση, ως έξοδο του νου «από τον χρόνο, τα διαστήματα, τηναλληλοδιαδοχική σκέψη». Κατά τους Πατέρας της Εκκλησίας η εμπειρία αυτή είναιδαιμονική, όπως λέγει ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης.
Δηλαδή, η προσπάθεια των νεοπλατωνικών είναι νααπαλλαγούν από τα ελαττώματα της ανθρώπινης σκέψης, από τα κτιστά και από ταμεταβλητά, ενώ κατά την θεολογία των Πατέρων στην εμπειρία της θεώσεως μετέχειόλος ο άνθρωπος.
Έτσι, όταν στον Ευάγριο τον Ποντικό γίνεται λόγος γιαανίδεο και αφάνταστο νου, κατά την προσευχή, δεν εννοείται η αφαιρετικήθεολογία των πλατωνικών και των νεοπλατωνικών, αλλά ουσιαστικά με τον τρόποαυτό αναιρείται η θεωρία των πλατωνικών και νεοπλατωνικών για τον λεγόμενοκόσμο των ιδεών και την επάνοδο της ψυχής σε αυτόν και την γνώση των αρχετύπωντων όντων.
Και όταν στον άγιο Μακάριο τον Αιγύπτιο γίνεται λόγος γιαεπάνοδο του νου στην καρδιά του ανθρώπου από την διάχυσή του στον κόσμο τωναισθητών, πράγμα που αναπτύχθηκε θεολογικά από τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά,έγινε για να αναιρεθούν οι θεωρίες των πλατωνικών και των νεοπλατωνικών για τοφύσει θνητό σώμα, ως φυλακή της φύσει αθανάτου ψυχής, και να δείξουν ότι τοσώμα είναι θετικό δημιούργημα του Θεού που και αυτό θεώνεται μαζί με την ψυχήκαι θα αναστηθή κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού.
Επομένως, είναι άδικο, αντιεπιστημονικό και ανορθόδοξο ναταυτίζεται η διδασκαλία περί του ανίδεου και αφάνταστου νου, και περί τηςεπανόδου του στην καρδιά, με τις θεωρίες των πλατωνικών και νεοπλατωνικών, αφούμε την διδασκαλία των Πατέρων αναιρούνται αυτές οι απόψεις. Φαίνεται καθαρά ότιοι Πατέρες και οι διδάσκαλοι της Εκκλησίας χρησιμοποίησαν μια τέτοια ορολογίαγια να αντιμετωπίσουν με επιτυχία τις απόψεις των αιρετικών.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, αναπτύσσοντας την ησυχαστικήκαι νηπτική παράδοση της Εκκλησίας και αντιμετωπίζοντας την σχολαστικήνοοτροπία του Βαρλαάμ, λέγει ότι η ανθρώπινη σοφία-φιλοσοφία είναι αντίθετη μετην πνευματική γνώση, μάλιστα δε ισχυρίζεται ότι από την ανθρώπινη σοφία καιγνώση, την θύραθεν σοφία, προήλθαν όλες οι αιρέσεις.
«Καν εξετάσης, ίδοις αν πάσας η πλείστας των δεινώναιρέσεων εντεύθεν λαβούσας τας αρχάς». Οι αιρετικοί χρησιμοποιούσαν τις αρχέςτης φιλοσοφίας, ενώ οι άγιοι Πατέρες θεολογούσαν από την κατά Θεόν εμπειρίατους, δηλαδή ενεδυναμώθηκαν από την άκτιστη Χάρη του Θεού και έβλεπαν τον Θεό,και όχι κτίσματα και δαιμονικές φαντασίες.
Βέβαια, οι Πατέρες για να εκφράσουν την εμπειρία τουςχρησιμοποίησαν την ορολογία της εποχής τους, αλλά προσέδωσαν σε αυτήν άλληέννοια και σημασία. Γι’ αυτό γράφει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: «Καν τις τωνΠατέρων τα αυτά τοις έξω φθέγγηται, αλλ’ επί των ρημάτων μόνον· επί δε των νοημάτων,πολύ το μεταξύ· νουν γαρ ούτοι, κατά τον Παύλον, έχουσι Χριστού, εκείνοι δε, ειμη τι και χείρον, εξ ανθρωπίνης διανοίας φθέγγονται». Και υπενθυμίζει τον λόγοτου Προφήτου Ησαΐου (Ησ. κεφ. 55, 9): «καθόσον δε απέχει ο ουρανός από της γης,κατά τοσούτον απέχει η διάνοιά μου από των διανοιών υμών».
Στο χωρίο αυτό φαίνεται ότι όταν βλέπουμε ίδια ορολογίαστους Πατέρες και τους φιλοσόφους, δεν πρέπει να νομίζουμε ότι λένε τα ίδιαπράγματα, αλλά το κοινό φαίνεται μόνον στο ρήμα, την λέξη, ενώ το νόημα είναιπολύ διαφορετικό.
Και αυτό είναι φυσικό, γιατί οι Πατέρες έχουν νουΧριστού, ενώ οι άλλοι ομιλούν στην καλύτερη περίπτωση από την ανθρώπινη διάνοιάτους, στην χειρότερη δε περίπτωση («ει μη τι και χείρον») ομιλούν από τηνσατανική-δαιμονική ενέργεια.
Ο λόγος αυτός του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, είναικαταπέλτης εναντίον εκείνων που ισχυρίζονται ότι δήθεν οι Πατέρες αλλοίωσαν«την αρχέγονη εκκλησιολογία», και ότι δήθεν εκφράζουν την νεοπλατωνικήπαράδοση.
Όποιος μεταδίδει τέτοιες ανόητες θεωρίες αποδεικνύεταιότι δεν γνωρίζει την διδασκαλία των Πατέρων, αλλά έχει μια εξωτερικήεπιφανειακή γνώση η τους παρερμηνεύει ενσυνειδήτως και κατά τρόποπροτεσταντικό, οπότε και βλασφημεί όχι μόνο τους Πατέρας, αλλά και ολόκληρη τηνΕκκλησία που υιοθέτησε την διδασκαλία τους συνοδικώς και λατρευτικώς.
Εδώ πρέπει να προστεθή και ένας άλλος σημαντικός λόγοςτου αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Αναφερόμενος ο άγιος στα τρία είδη της αθεΐας,στο ένα από αυτά συγκαταλέγει τους θεολόγους εκείνους που αρνούνται η υποτιμούντην διδασκαλία των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας, και γράφει: «τούτ' εστιν αληθήςευσέβεια, το μη προς τους θεοφόρους Πατέρας αμφισβητείν».
Υπενθυμίζει την διδασκαλία του αγίου Διονυσίου τουΑρεοπαγίτου, τον οποίο αποκαλεί μέγα, και τις διδασκαλίες του Μ. Αθανασίου, τουΜ. Βασιλείου και του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου και επισημαίνει: «και γαρ τωνπροειρημένων αγίων αι θεολογίαι όρος εστι θεοσεβείας αληθούς και χάραξ, ώσπερεκάστη τον οιονεί φραγμόν και το περιτείχημα της ευσεβείας, καν περιέλη τιςμίαν γουν αυτόν, εκείθεν ο της κακονοίας των αιρετικών εσμός εισρυήσεταιπολύς».
Στο κείμενο αυτό γίνεται λόγος για την αληθινήευσέβεια-θεοσέβεια, η οποία συντονίζεται απόλυτα με την διδασκαλία των αγίωνΠατέρων, των οποίων οι θεολογίες είναι όρος αληθινής θεοσέβειας και χάρακας καιφραγμός.
Επίσης, λέγεται ότι, όταν κάποιος αφαιρέση μία διδασκαλίατων Πατέρων, τότε εισέρχεται «ο της κακονοίας των αιρετικών εσμός».
Επομένως, η αμφισβήτηση της διδασκαλίας του αγίουΔιονυσίου του Αρεοπαγίτου και των μεταγενεστέρων αγίων συνιστά ασέβεια καιαπόκλιση από την Ορθόδοξη Παράδοση και καταλήγει στην αθεΐα, γιατί συνιστάάρνηση του Θεού των Πατέρων ημών.
Η νηπτική-ησυχαστική παράδοση και οιΟικουμενικές Σύνοδοι
Η ησυχαστική παράδοση υιοθετήθηκε από τις αποφάσεις τωνΤοπικών και Οικουμενικών Συνόδων και είναι δεδομένη θεολογία της Εκκλησίας. Ταδόγματα είναι η καταγραφή της εμπειρίας της Αποκαλύψεως, και οι κανόνες είναιεκείνοι που αναφέρονται στην συγκρότηση της ενότητος της Εκκλησίας, αλλά καισηματοδούν τις προϋποθέσεις για την βίωση της Αποκαλύψεως, ιδιαιτέρως οικανόνες εκείνοι που αναφέρονται στο πως κανονίζεται η μετάνοια.
Όλη η θεολογία των Τοπικών και των Οικουμενικών Συνόδωνφαίνεται στην Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο, ιδιαιτέρως στον «προσφωνητικόνλόγον» και τους α’ και ρβ’ κανόνες της.
Έπειτα, οι ησυχαστικές Σύνοδοι του 14ου αιώνος (1341,1347, 1351, 1368), στις οποίες πρωταγωνίσθηκε ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και ηησυχαστική του θεολογία, που είναι η πεμπτουσία της ορθοδόξου θεολογίας όλωντων αγίων Πατέρων, κατοχύρωσαν τον ησυχασμό, ως προϋπόθεση της αγιότητος, τηςθεώσεως, αλλά δογμάτισαν και για την θεολογία περί της μεθέξεως της ακτίστουθεοποιού ενεργείας του Θεού.
Και όταν σκεφθή κανείς ότι οι Σύνοδοι αυτές, κυρίως τουέτους 1351 που αποδέχθηκε και τις αποφάσεις των προηγουμένων Συνόδων (1341,1347), έχει όλες τις προϋποθέσεις να χαρακτηρισθή ως Θ’ Οικουμενική Σύνοδος,τότε καταλαβαίνει την μεγάλη αξία της ησυχαστικής νηπτικής παραδόσεως τηςΕκκλησίας, ως γνησίας ευαγγελικής και εκκλησιαστικής ζωής.
Διαβάζοντας κανείς προσεκτικά τα Πρακτικά και τονΣυνοδικό Τόμο της Συνόδου του 1351, διακρίνει σαφώς ότι έχει όλα ταχαρακτηριστικά της Οικουμενικής Συνόδου, μεταξύ των οποίων ότι ασχολήθηκε μεένα σοβαρό δογματικό θέμα, ως συνέχεια της Δ’ και της ΣΤ’ Οικουμενικής Συνόδου,ότι οι Αυτοκράτορες υπέγραψαν τα Πρακτικά, αλλά και οι ίδιοι οι Πατέρες τηςΣυνόδου την αποκαλούν «θεία και ιερά σύνοδον».
Μάλιστα γι’ αυτό και έχει χαρακτηρισθή ως Θ’ ΟικουμενικήΣύνοδος. Κυρίως στα Πρακτικά της Συνόδου αυτής φαίνονται ευδιάκριτα τα εξήςσημεία:
Πρώτον, στην Σύνοδο αυτήν συμπεριελήφθησαν οι συνοδικοίτόμοι των ετών 1341 και 1347 και απέκτησαν έτσι οικουμενικό κύρος. Γράφεται σταΠρακτικά της Συνόδου του 1351: «..καί ακριβή και προσήκουσαν την περί τωνπροκειμένων σκέψιν και εξέτασιν ποιησάμενοι, και τους πρώην επί τούτοιςσυνοδικούς τόμους ως ευσεβεστάτους επικυρούντες, μάλλον δε και τούτοιςεπόμενοι….».
Ἑπομένως, όλες αυτές οι Σύνοδοι θεωρούνται ως μίαΣύνοδος και, βεβαίως, με αυτές τις Συνόδους κατεδικάσθηκαν οι απόψεις τουΒαρλαάμ, αλλά και των μαθητών του, των βαρλααμιτών, ήτοι του Ακινδύνου και τουΓρηγορά.
Δεύτερον, θεωρεί τον εαυτό της ως συνέχεια τωνπροηγουμένων Οικουμενικών Συνόδων, ιδίως δε της ΣΤ’ Οικουμενικής Συνόδου, ηοποία αποφάνθηκε ότι ο Χριστός είχε δύο θελήσεις, θεία και ανθρώπινη, γι’ αυτόκαι μνημονεύεται ο συνοδικός τόμος της: «και απεδείχθη και τούτο υπό των αγίωνεναργώς κηρυττόμενον· ων κεφάλαιον η αγία και Οικουμενική Σύνοδος, καθώςανωτέρω δια των κατά μέρος προτεθέντων αυτής ρητών μάλιστα ικανώςαποδέδεικται».
Μάλιστα, ο Βαρλαάμ και οι ομόφρονές του, που μιλούν γιατην κτιστή ενέργεια του Θεού, χαρακτηρίζονται ως χειρότεροι και από τουςΜονοθελήτες: «Καντεύθεν και αυτοί φανερώς αναδείκνυνται· χείρους δε εκείνωνπολλώ», «χείρους και ατοπώτεροι», γιατί εκείνοι υπεστήριζαν ότι στον Χριστόυπάρχει μία θέληση και μία ενέργεια, αλλά την θεωρούσαν ως άκτιστη και όχικτιστή, ενώ οι βαρλαμίτες θεωρούν ότι στον Χριστό υπάρχει ένα θέλημα και μίαενέργεια, αλλά την δέχονται φανερώς ως κτιστή.
Τρίτον, καταγράφει τις αιρετικές απόψεις του Βαρλαάμ, τουΑκινδύνου και του Γρηγορά, που αναφέρονται στην άκτιστη ενέργεια και την μέθεξητης ακτίστου ενεργείας από τους θεουμένους αγίους.
Το σημαντικό είναι ότι η Σύνοδος του έτους1351 επικύρωσεκαι τους προηγούμενους συνοδικούς τόμους που αναφέρονται και στον ιερόησυχασμό, που είναι απαραίτηση προϋπόθεση για την όραση της ακτίστου ενεργείαςτου Θεού. Αυτό σημαίνει ότι οι αποφάσεις αυτές δεν αναφέρονται μόνον στην φύσητου ακτίστου φωτός, αλλά και στον ιερό ησυχασμό, την απαραίτητη προϋπόθεσηοράσεως του ακτίστου Φωτός.
Γράφεται εκεί ότι ο Βαρλαάμ καταφερόταν εναντίον τωνιερών Πατέρων, οι οποίοι «δια των εντολών του Θεού κεκαθαρμένοι τας καρδίας»δέχονται μυστικώς και απορρήτως θείες ελλάμψεις, καθώς επίσης καταφερόταν «κατάτων καθ’ ησυχίαν ζώντων μοναχών».
Ο Βαρλαάμ εγγράφως διέστρεψε και κατηγόρησε «πολλά καιτων της ησυχίας εθίμων», και μάλιστα επιτέθηκε και εναντίον της συνηθισμένηςπροσευχής στους ησυχαστές, αλλά και σε όλους τους Χριστιανούς, στην προσευχή«Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού ελέησόν με».
Αναφέρεται μάλιστα στην σχέση μεταξύ ησυχίας, προσευχήςκαι θεωρίας του ακτίστου Φωτός, που είναι αυτή η ίδια η Βασιλεία του Θεού.Είναι χαρακτηριστικό ένα απόσπασμα: «Μήτηρ γαρ προσευχής η ησυχία.
Προσευχή δε θείας δόξης εμφάνεια. Όταν γαρ τας αισθήσειςμύσωμεν και εαυτοίς και τω Θεώ συγγενώμεθα, και της έξωθεν του κόσμου περιφοράςελευθερωθέντες εντός εαυτών γενώμεθα, τότε τρανώς εν εαυτοίς την του Θεούβασιλείαν οψόμεθα. "Η βασιλεία γαρ των ουρανών, ήτις εστι Βασιλεία Θεού,εντός ημών εστιν", Ιησούς ο Θεός επεφθέγξατο».
Οπότε, γίνεται φανερό ότι η όραση της Βασιλείας του Θεούκαι η εσχατολογική βίωση από την ζωή αυτή συνδέεται άρρηκτα με τον ησυχασμό. Οησυχασμός δεν είναι κάτι που ήλθε στην ζωή της Εκκλησίας μεταγενέστερα, κατάεπίδραση των νεοπλατωνικών και δήθεν παρέκαμψε την εκκλησιολογία της πρώτηςΕκκλησίας που στηριζόταν στην θεία Ευχαριστία και την αίσθηση της Βασιλείας τουΘεού, αλλά είναι η προϋπόθεση της θέας του ακτίστου Φωτός, όπως σαφώςκατοχύρωσε και η «θεία και ιερά Σύνοδος» του 1351.
Ο Βαρλαάμ αντί να ακολουθή την διδασκαλία των Προφητών,των Αποστόλων και των Πατέρων, στηριζόταν περισσότερο στην φιλοσοφία, θεωρώνταςτο Φως της θεότητος που έλλαμψε στο όρος Θαβώρ ότι δεν ήταν απρόσιτον και κατάαλήθεια Φως θεότητος ούτε ήταν ιερώτερο και θειότερο των αγγέλων, «αλλά καιχείρον και κατώτερον και αυτής της ημετέρας νοήσεως». Δηλαδή, ο Βαρλαάμθεωρούσε ότι «πάντα τα τε νοήματα και νοούμενα σεμνότερά εστι του φωτόςεκείνου».
Τέταρτον, τεκμηριώνει όλη αυτήν την θεολογία στα κείμενατης Αγίας Γραφής –Παλαιάς και Καινής– στην διδασκαλία των αγίων Πατέρων τηςΕκκλησίας, όπως του Μ. Αθανασίου, του Μ. Βασιλείου, του αγίου Γρηγορίου τουΘεολόγου, του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, τουαγίου Διαδόχου του Φωτικής, του αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, του αγίου Μαξίμουτου Ομολογητού, του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, του αγίου Ανδρέου Κρήτης κ.α.
Τα αποσπάσματα των αγίων Αποστόλων και των αγίων Πατέρωναναφέρονται στην ιερά ησυχία, την νοερά καρδιακή προσευχή, την νήψη του νοός,την κάθαρση της καρδιάς, την σύνδεση της ιεράς ησυχίας με τα Μυστήρια τηςΕκκλησίας, την θεωρία του ακτίστου Φωτός, την μέθεξη της Βασιλείας του Θεού.
Με τον τρόπο αυτόν αποδεικνύεται περίτρανα ότι η μόνηεσχατολογική βίωση της Βασιλείας του Θεού είναι η δια της ιεράς ησυχίας μέθεξητης ακτίστου δόξης του Θεού, της θεωρίας του ακτίστου Φωτός.
Πέμπτον, η Σύνοδος του έτους 1351 επικύρωσε τα δίκαιααναθέματα που επεβλήθησαν στον Βαρλαάμ και τον Ακίνδυνον από τις προηγούμενεςσυνόδους, αφού δεν μετενόησαν, στους δε «ομόφρονάς» τους «και απλώς όσοι τηςσυμμορίας αυτών», τους τιμώρησε «ως αποκηρύκτους τε και αποβλήτους τηςκαθολικής και αποστολικής του Χριστού Εκκλησίας», εάν δεν μεταμεληθούν.
Επίσης, επέβαλε και το ανάθεμα της ακοινωνησίας καιαπογύμνωσε τους Κληρικούς «πάσης ιερατικής λειτουργίας», όταν κοινωνούν ενγνώσει τους με τους αιρετικούς αυτούς. Ακόμη, καταδικάζονται και όσοι θακαταφερθούν στον μέλλον εναντίον των ησυχαστών και του αγίου Γρηγορίου τουΠαλαμά. Για το θέμα αυτό που μας ενδιαφέρει με τον Συνοδικό τόμο του έτους1351επικυρώνεται η προηγούμενη καταδίκη:
«Αλλ’ και ει τις έτερος των απάντων τα αυτά ποτέ φωραθείηη φρονών η λέγων η συγγραφόμενος κατά του ιερωτάτου Θεσσαλονίκης (στον τόμο του1347 γράφεται: «του ειρημένου τιμιωτάτου ιερομονάχου κυρού Γρηγορίου του Παλαμάκαι των συν αυτώ μοναχών») μάλλον δε κατά των ιερών θεολόγων και της Εκκλησίαςαυτής, τα αυτά και κατ’ αυτού ψηφιζόμεθα και τη αυτή καταδίκη καθυποβάλλομεν(καθαίρεση και ακοινωνησία), είτε των ιερωμένων είη τις, είτε των λαϊκών».
Στο απόσπασμα αυτό φαίνεται ότι η Εκκλησία συνοδικώςυιοθέτησε πλήρως την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και τωνησυχαστών περί της ακτίστου ενεργείας του Θεού, του θαβωρείου Φωτός, αλλά καιπερί του ιερού ησυχασμού. Οπότε, δεν πρόκειται για διδασκαλία του αγίουΓρηγορίου του Παλαμά, αλλά για διδασκαλία των Προφητών, των Αποστόλων και τωνΠατέρων και αυτής της ίδιας της Εκκλησίας.
Έτσι, όχι μόνον τότε, αλλά και στο μέλλον («ποτέ») όποιοςφρονεί η λέγει η γράφει εναντίον αυτών των θεμάτων, όποιος αρνείται τον ιερόησυχασμό, την θεοπτία, και την άκτιστη ενέργεια του Θεού, είτε είναι ιερωμένοςείτε λαϊκός δέχεται τον ίδιο αφορισμό και ακοινωνησία, που δέχθηκαν οισύγχρονοι του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά αντιησυχαστές.
Από τα Πρακτικά αυτά φαίνεται σαφέστατα ότι όσοιισχυρίζονται ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας από τον 3ο αιώνα και μετά επηρεάσθησαναπό μια άλλη «(νεο)πλατωνική εκκλησιολογία» την οποία δήθεν ανεκάλυψαν καιπαρουσίασαν ο Ευάγριος ο Ποντικός και ο Μακάριος ο Αιγύπτιος, οι οποίοι καιεπηρέασαν τους μεταγενέστερους Πατέρες, οπότε εκδιώχθηκε και παραθεωρήθηκε η«αρχέγονη εκκλησιολογία» της Ευχαριστίας και της Βασιλείας, στην πραγματικότηταεκφράζουν την καταδικασμένη αίρεση του Βαρλαάμ, του Ακινδύνου, του Γρηγορά, καισαφώς είναι βαρλααμίτες με φοβερές συνέπειες.
Η παράδοση της Φιλοκαλίας
Μετά τις ησυχαστικές Συνόδους του 14ου αιώνος χρειάσθηκενα γίνη μια κωδικοποίηση όλης της ησυχαστικής παραδόσεως, την οποία επικύρωσε ηΕκκλησία συνοδικώς και κατοχύρωσε ως την αυθεντική ευαγγελική, εκκλησιαστικήκαι πατερική ζωή.
Έτσι, άρχισαν να συγκροτούνται μερικά κείμενα και τελικάαπαρτίσθηκε η Φιλοκαλία των ιερών Νηπτικών, η οποία δεν παραθεώρησε ταΜυστήρια, αλλά κατέγραψε τις πραγματικές εκκλησιαστικές προϋποθέσεις μεθέξεωςτης Χάριτος δι’ αυτών.
Η Φιλοκαλία απαρτίσθηκε και δημοσιεύθηκε από τους αγίουςΜακάριο Νοταρά, Επίσκοπο πρώην Κορίνθου, και Νικόδημο τον Αγιορείτη. Στονπρόλογο, τον οποίο συνέγραψε ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, φαίνεται η μεγάληαξία της Φιλοκαλίας, που περιέχει κείμενα τα οποία δείχνουν στον άνθρωπο τοντρόπο να ανακαλύψη την Χάρη του Αγίου Βαπτίσματος και του Χρίσματος που υπάρχειμέσα στην καρδιά του βαπτιζομένου, η οποία τώρα σε πολλούς Χριστιανούςκαλύπτεται από τα πάθη.
Μια μικρή περίληψη αυτού του προλόγου θα δείξη την μεγάληαξία και της Φιλοκαλίας, αλλά και της πνευματικής ζωής, μέσα στον χώρο τηςΕκκλησίας, δια της οποίας ο άνθρωπος ανέρχεται στο ύψος της θεοπτίας.
Ο Θεός, κατά τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, δημιούργησετον άνθρωπο για να είναι «επόπτης της αισθητής Κτίσεως και μύστης τηςνοουμένης», με την εντολή να λάβη «την ενυπόστατον της θεώσεως χάριν», να γίνηθεός και να λάμπη στους αιώνας μέσα στο ακραιφνέστατο φως.
Όμως, με τον φθόνο του διαβόλου ο άνθρωπος αποχωρίσθηκεαπό την θεία δόξα και διέκοψε την εκπλήρωση της προαιώνιας βουλής του Θεού.
Στην συνέχεια ενηνθρώπησε ο Χριστός με την ευδοκία τουΠατρός και την συνέργεια του Αγίου Πνεύματος, ενηνθρώπησε, θέωσε τηνπροσληφθείσα ανθρώπινη φύση, και με το άγιο Βάπτισμα μας έδωσε την τέλεια Χάρητου Παναγίου Πνεύματος «οιονεί σπέρμα θείον εγκατασπείρας εν ταις καρδίαιςημών».
Συγχρόνως, μας έδωσε εντολή, με την τήρηση των εντολώνΤου, όταν πολιτευόμαστε κατά τις πνευματικές μεθηλικώσεις, δηλαδή την συναύξησημαζί με τον Χριστό –την συσταύρωση, την συνταφή, την συνανάσταση και τηνσυνανάληψη– να διαφυλάξουμε άσβεστη την Χάρη του Αγίου Πνεύματος και να γίνουμετέκνα Θεού, να θεωθούμε. Αυτή είναι η περίληψη της θείας οικονομίας.
Εμείς, όμως, με την άγνοια και με τις βιοτικές μέριμνεςτυφλωθήκαμε και συνεχώσαμε αυτήν την Χάρη του Θεού μέσα στην καρδιά, οπότε τοφως του Βαπτίσματος κινδυνεύει να σβησθή. Στην πραγματικότητα αυτή η Χάρη τουαγίου Βαπτίσματος καλύπτεται από τα πάθη.
Για να αποφευχθή αυτό, το Άγιον Πνεύμα σόφισε τουςΠατέρας να μας διδάξουν τον τρόπο που υποδείχθηκε και από τον Χριστό ναασχοληθούμε με την νήψη, την φυλακή του νοός, την αδιάλειπτη προσευχή τουονόματος του Χριστού στα χείλη, τον νου και στο βάθος της καρδιάς, με το νατηρούμε την διάνοια «ασχημάτιστον όλως και άχροον», ώστε να αποκαλύψουμε τηνΧάρη του Θεού που βρίσκεται μέσα στην καρδιά, που είναι η Βασιλεία του Θεού.
Εξασκούμενοι σε αυτήν την πνευματική εργασία, δηλαδή στηννοερά προσευχή, που συνδέεται και με την τήρηση των εντολών του Χριστού,αναπτύσσεται μια ενέργεια μέσα στην καρδιά, μια θερμότητα, και με αυτήν τηνενέργεια «τα μεν πάθη καταναλίσκονται» και ο νους και η καρδία «κατ’ ολίγονκαθαίρονται και προς εαυτά ενούνται».
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να τηρούνται με μεγάλη ευχέρειαοι εντολές του Χριστού και να ανατέλλουν οι καρποί του Αγίου Πνεύματος. Έτσι,με αυτόν τον τρόπο, ανακαλύπτουμε την τέλεια Χάρη του αγίου Βαπτίσματος που μαςδόθηκε από την αρχή, η οποία σαν κάποια σπίθα ήταν συγκεχωμένη στα πάθη, καιέτσι «τηλαυγώς αναλάμψασαν αυτήν, κατοπτεύσαι και φωτισθήναι νοερώς καιεπομένως τελειωθήναι και θεωθήναι κατάλληλα».
Αυτήν την μέθοδο μας την περιέγραψαν οι άγιοι Πατέρες καιτην παρέδωκαν σε μας τα πνευματικά τους παιδιά «καθάπερ τινα πατρικήνκληρονομίαν». Πρόκειται για την «καθαρτικήν», «φωτιστικήν» και «τελειωτικήν»Χάρη, όπως την ονομάζει ο άγιος Διονύσιος Αρεοπαγίτης, και τα νηπτικάσυγγράμματα των Πατέρων της Εκκλησίας που κάνουν λόγο «περί προσοχής καινήψεως» και έχουν σκοπό «το θεουργήσαι τον άνθρωπον».
Αυτά τα πατερικά συγγράμματα, λόγω της παλαιότητος καιτης μη εκδόσεώς τους παρέμειναν άγνωστα.
Δυστυχώς, αυτή η ιερά εργασία παραμένει άγνωστη και σεαυτούς ακόμη τους μοναχούς, που ασχολούνται μόνον με τα εργαλεία των αρετών καιδεν γνωρίζουν τα σχετικά με την φυλακή του νοός και την καθαρά προσευχή.
Έτσι, «κινδυνεύει την τοιαύτην σύντομον και γλυκυτάτηνεργασίαν τέλεον εκλίπειν· αμαυρωθήναι τε εντεύθεν και αποσβεσθήναι την χάριν»και βεβαίως κινδυνεύουμε να εκπέσουμε από την προς τον Θεό ένωση και θεουργία.
Λόγω της απώλειας αυτής της εργασίας που οδηγεί στηνθέωση είναι δυσεύρετη η ύπαρξη ακόμη και μοναχών που αγαπούν την ησυχαστικήζωή, εξέλειψαν ακόμη και «οι εν αγιότητι διαπρέποντες». Γιατί, χωρίς την θέωσητου νου, δεν μπορεί ο άνθρωπος όχι μόνον να αγιάση, αλλά ούτε και να σωθή, αφού«ταυτόν γαρ εστι σωθήναι και θεωθήναι κατά την των θεοσόφων εκφαντορίαν».
Επειδή στερούμαστε τέτοιων βιβλίων και τα σημαντικά αυτάνηπτικά κείμενα παραμένουν στο σκοτάδι και σε κάποια γωνιά «ακλεή και σητόβρωτακαι τήδε κακείσαι παρερριμμένα τε και διεσπαρμένα», εκδίδεται η Φιλοκαλία τωνιερών Νηπτικών.
Αυτό το βιβλίο είναι «το της νήψεως ταμιείον· το του νοόςφυλακτήριον· το μυστικόν διδασκαλείον της νοεράς προσευχής. Βιβλίον, τηςπρακτικής την εξαίρετον υποτύπωσιν· της θεωρίας την απλανή οδηγίαν· τον τωνΠατέρων Παράδεισον· των αρετών την χρυσήν σειράν.
Βιβλίον το πυκνόν του Ιησού αδολέσχημα, την ανακλητικήντης Χάριτος σάλπιγγα και, συνελόντι φάναι, αυτό δη το της θεώσεως όργανον,χρήμα είπέρ τι άλλο μυριοπόθητον, και προ πολλών ετών μελετώμενον μεν καιζητούμενον, αλλ’ ουχ ευρισκόμενον»..
Είναι φανερόν ότι η Φιλοκαλία των ιερών Νηπτικών περιέχειτην μέθοδο της ορθοδόξου ευσεβείας, που είναι ο ιερός ησυχασμός, η οποίαμέθοδος συνδέεται στενά με τα Μυστήρια της Εκκλησίας –το Βάπτισμα, το Χρίσμα,την θεία Ευχαριστία– και δείχνει στον άνθρωπο τον τρόπο με τον οποίο φθάνειστην θέωση. Επομένως, Μυστήρια και ησυχασμός συνδέονται στενότατα μεταξύ τους.
Οπότε, όποιος υποτιμά την Φιλοκαλία και ομιλείπεριφρονητικώς και υβριστικώς γι’ αυτήν, στην πραγματικότητα υπονομεύει όληντην ασκητική διδασκαλία της Εκκλησίας, όπως κατοχυρώθηκε συνοδικώς.
Η νηπτική θεολογία, τα Μυστήρια και η λατρείατης Εκκλησίας
Όλη η ησυχαστική παράδοση πέρασε μέσα στις ευχές τωνΜυστηρίων της Εκκλησίας, τις ιερές ακολουθίες και την λατρεία της. Είναιγνωστόν ότι η Εκκλησία έβαλε όλη την θεολογία της για τα Μυστήρια μέσα στιςευχές που λέγονται κατά την διάρκειά τους.
Στις ευχές αυτές φαίνεται καθαρά ποιός είναι ο σκοπός τωνΜυστηρίων και ποιές είναι οι προϋποθέσεις για την βίωση αυτού του σκοπού. Οσκοπός είναι ο αγιασμός, η θέωση, η όραση του Φωτός και οι προϋποθέσεις είναι ημετάνοια και η όλη ησυχαστική παράδοση της Εκκλησίας.
Όταν διαβάση κανείς την ακολουθία «εις το ποιήσαικατηχούμενον» καταλαβαίνει ποιός είναι ο σκοπός της κατηχήσεως: «Εξέλασον απ'αυτού παν πονηρόν και ακάθαρτον πνεύμα, κεκρυμμένον και εμφωλεύον αυτού τηκαρδία».
«Απόδυσον αυτού την παλαιότητα και ανακαίνισον αυτόν ειςτην ζωήν την αιώνιον, και πλήρωσον αυτόν της του Αγίου σου Πνεύματος δυνάμεως,εις ένωσιν του Χριστού σου».
Εδώ γίνεται λόγος για απομάκρυνση του διαβόλου, με τηνΧάρη του Θεού, από το βάθος της καρδιάς του ανθρώπου, και την πλήρωσή του απότην δύναμη του Αγίου Πνεύματος, ώστε να ενωθή ο βαπτιζόμενος με τον Χριστό καινα γίνη μέλος του αναστημένου Σώματός Του.
Οι ευχές του Βαπτίσματος αναφέρονται στην μεγάλη κλήσητου Χριστού και υπενθυμίζουν την διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου: «και δοςμεταποιηθήναι τον εν αυτώ βαπτιζόμενον, εις το αποθέσθαι μεν τον παλαιόνάνθρωπον, τον φθειρόμενον κατά τας επιθυμίας της απάτης, ενδύσασθαι δε τοννέον, τον ανακαινούμενον κατ’ εικόνα του κτίσαντος αυτόν».
Στην ευχή που ευλογείται το νερό μέσα στο οποίο θαβαπτισθή ο κατηχούμενος για να γίνη Χριστιανός γράφεται και το εξής σημαντικόγια τον Χριστιανό που θα βαπτισθή: «Και φυλάξας την δωρεάν του Αγίου σουΠνεύματος, και αυξήσας την παρακαταθήκην της χάριτος, δέξηται το βραβείον τηςάνω κλήσεως, και συγκαταριθμηθή τοις πρωτοτόκοις τοις απογεγραμμένοις ενουρανώ».
Και στις ευχές της απολούσεως λέγεται: «Αυτός ΔέσποταΚύριε, τον φωτισμόν του προσώπου σου εν τη καρδία αυτού εναυγάζειν διαπαντόςευδόκησον».
Αυτές και άλλες δεήσεις προς τον Θεό προϋποθέτουν αγώνασε όλη την ζωή μέσα στην ησυχαστική-νηπτική παράδοση της Εκκλησίας. Ο ΤριαδικόςΘεός με το άγιον Βάπτισμα μας δίνει «την μακαρίαν κάθαρσιν» και με το ζωοποιόΧρίσμα μας δίνει «την σφραγίδα της δωρεάς του αγίου και παντοδυνάμου καιπροσκυνητού Πνεύματος».
Είναι πολύ χαρακτηριστικό ένα απόσπασμα από την ευχή πουδιαβάζεται σε εκείνον που επιστρέφει στην αληθινή πίστη μετά από την άρνηση τουΧριστού: «Καταύγασον αυτού την διάνοιαν τη δυνάμει και ενεργεία του Αγίου σουΠνεύματος, ώστε τον εναποκείμενον τη ψυχή αυτού σπινθήρα του σωτηριώδουςΒαπτίσματος ταις αύραις της Χάριτος νοητώς εξαφθήναι· και την ενσημανθείσαναυτώ Σφραγίδα εκτυπώτερον επιφαίνεσθαι εν τη καρδία αυτού και τοις λογισμοίς,δια της σημειώσεως του Σταυρού του Χριστού σου, την εις σε ελπίδα και την τηςαληθείας επίγνωσιν, ίνα γινώσκη και προσκυνή σε τον μόνον Θεόν και Πατέρα, καιτον μονογενή σου Υιόν, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, και το Πνεύμά σου το Άγιον».
Είναι πολύ εκφραστική η ευχή που διαβάζει ο ΟικουμενικόςΠατριάρχης και με την οποία αγιάζεται το άγιο Μύρον με το οποίο τελείται τομυστήριο του χρίσματος: «Κατάπεμψον το Άγιον Σου Πνεύμα και αγίασον το Μύροντούτο.
Και ποίησον αυτό μύρον αγαλλιάσεως Πνεύματος Αγίου, μύροναναγεννήσεως, αγιασμού χρίσμα, βασιλικόν ένδυμα, θώρακα δικαιοσύνης, ειςαποτροπήν πάσης διαβολικής ενεργείας, σφραγίδα ανεπιβούλευτον, αγαλλίαμακαρδίας, ευφροσύνην αιώνιον. Ίνα οι τούτου χρισμένοι εκλάμποντες ως οι φωστήρεςτου ουρανού τη φαιδρότητι, μη έχοντες σπίλον η ρυτίδα, καταδεχθώσιν εις ταςαιωνίους αναπαύσεις, και δέξωνται το βραβείον της άνω κλήσεως».
Αυτό το απόσπασμα είναι σαφέστατο ότι σημαίνει εσωτερικήνοερά προσευχή, όπως παρουσίαζαν τις εκδηλώσεις και τα αποτελέσματά της οιάγιοι Πατέρες της Εκκλησίας.
Το μυστήριο του Χρίσματος που γίνεται με το άγιο μύροσυνδέεται με την αναγέννηση του ανθρώπου, είναι βασιλικό ένδυμα, αποτροπή κάθεσατανικής ενεργείας, σφραγίδα ανεπιβούλευτη, αγαλλίαμα της καρδίας, και πουφωτίζει την ψυχή του ανθρώπου και του δίνει το βραβείο της άνω κλήσεως.
Ακόμη είναι σημαντικές οι ευχές για την καθιέρωση τουιερού Θυσιαστηρίου. Αφού ο Αρχιερεύς προσεύχεται στον Θεό για τον εγκαινιασμότου Ιερού Ναού συγχρόνως δέεται προς τον Θεό και για τον εγκαινιασμό τωνανθρώπων μέσα στον χώρο της καρδιάς: «και κατάπεμψον το πανάγιόν σου Πνεύμα εφ’ημάς, και επί την κληρονομίαν σου, και κατά τον θείον Δαυίδ, εγκαίνισον εν ταιςκαρδίαις ημών πνεύμα ευθές, και πνεύματι ηγεμονικώ στήριξον ημάς».
Σε άλλη ευχή παρακαλεί για τον ανακαινισμό του ναού ώστεμέσα σε αυτόν να γίνουν οι πιστοί μέτοχοι του Αγίου Πνεύματος, και να τελούνταιμέσα στο βάθος της καρδιάς οι νοερές θυσίες, δια της καθάρσεως του νου: «...φυλάττωναυτόν (τον Ναόν) έως της των αιώνων συντελείας, και τω Πνεύματί σου τω Αγίωτούτον εγκαινίσης, ως αν εν αυτώ τας αναιμάκτους θυσίας, προσφέροντές σοι,μέτοχοι γενώμεθα του Αγίου Πνεύματος, εγκαινισθέντος εν τοις εγκάτοις ημών, καιτο της διανοίας ημών ηγεμονικόν στηρίζοντος, και παρέχοντος μυστικώς τας νοεράςθυσίας, δια της καθάρσεως του νοός, προσφέρειν σοι τω Δεσπότη Θεώ».
Εδώ σαφέστατα γίνεται λόγος για την πνευματική ιερωσύνη,για την ιερουργία του νοός στην καρδιά, με την κάθαρση της καρδιάς, πράγμα πουείναι η ουσία της νηπτικής θεολογίας.
Διαβάζοντας ακόμη κανείς τις ευχές της μεταλήψεως τουΣώματος και του Αίματος του Χριστού, που συμπεριλαμβάνονται μέσα στις ευχές τηςθείας Λειτουργίας, αλλά και στην ακολουθία της Μεταλήψεως συναντά όλην τηνησυχαστική πράξη ως προϋπόθεση της θείας Κοινωνίας.
Είναι χαρακτηριστική η ευχή: «καταξίωσον ημάς μεταλαβείντων επουρανίων σου και φρικτών Μυστηρίων ταύτης της ιεράς και πνευματικήςΤραπέζης, μετά καθαρού συνειδότος, εις άφεσιν αμαρτιών, εις συγχώρησινπλημμελημάτων, εις Πνεύματος Αγίου κοινωνίαν, εις Βασιλείας ουρανώνκληρονομίαν, εις παρρησίαν την προς σε, μη εις κρίμα, η εις κατάκριμα».
Η κάθαρση του συνειδότος δεν είναι στιγμιαία, δηλαδή δενγίνεται εκείνη την στιγμή, αλλά προϋποθέτει αγώνα καθάρσεως και αυτό είναιαπαραίτητο για την θεία Κοινωνία για να μη γίνη «εις κρίμα η κατάκριμα», αλλά«εις Πνεύματος Αγίου Κοινωνίαν, εις Βασιλείας ουρανών κληρονομίαν».
Είναι χαρακτηριστική η ευχή προ της θείας Κοινωνίας τουαγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου. Προηγείται η ταπείνωση, ο κόπος της ασκήσεωςκαι έπειτα ζητά την άφεση των αμαρτιών, ώστε το Σώμα και το Αίμα του Χριστού ναενεργήσουν την θέωση και τον αγιασμό:
«Ίδε την ταπείνωσίν μου,
ίδε μου τον κόπον όσος,
και τας αμαρτίας πάσας
άφες μοι, Θεέ των όλων·
ίνα καθαρά καρδία,
περιτρόμω διανοία
και ψυχή συντετριμένη
των αχράντων σου μετάσχω
και πανάγνων μυστηρίων,
οις ζωούται και θεούται
πας ο τρώγων σε και πίνων
εξ ειλικρινούς καρδίας».
Σε όλη την ευχή εκφράζονται η μετάνοια, τα δάκρυα, ησυντετριμμένη ψυχή, αλλά συγχρόνως ο προσευχόμενος προσβλέπει και στην φιλανθρωπίατου Θεού.
Ζητά το έλεος του Θεού, γιατί γνωρίζει ότι η θείαΚοινωνία ενεργεί ανάλογα με την πνευματική κατάσταση του ανθρώπου, ήτοικαθαρίζει, λαμπρύνει (φωτίζει) και θεοποιεί:
«Αλλ’ ελαίω συμπαθείας
τους θερμώς μετανοούντας
και καθαίρεις και λαμπρύνεις
και φωτός ποιείς μετόχους,
κοινωνούς Θεότητός σου
εργαζόμενος αφθόνως,
και, το ξένον και αγγέλοις
και ανθρώπων διανοίαις,
ομιλείς αυτοίς πολλάκις
ώσπερ φίλοις σου γνησίοις».
Όλην αυτήν την ασκητική την βλέπουμε στην λατρεία τηςΕκκλησίας. Μελετώντας κανείς, για παράδειγμα, τα απολυτίκια σε διαφόρουςΙεράρχες βλέπει ποιός είναι ο σκοπός και το έργο των Αρχιερέων.
Ένα χαρακτηριστικό απολυτίκιο λέγει το εξής: «και τρόπωνμέτοχος και θρόνων διάδοχος, των αποστόλων γενόμενος, την πράξιν εύρεςθεόπνευστε, εις θεωρίας επίβασιν, δια τούτο τον λόγον της αληθείας ορθοτομώνκαι τη πίστει ενήθλησας μέχρις αίματος ιερομάρτυς Πολύκαρπε, πρέσβευε Χριστώ τωΘεώ σωθήναι τας ψυχάς ημών».
Παρατηρώντας προσεκτικά το απολυτίκιο αυτό, βλέπουμε ότιο πραγματικός Πατέρας της Εκκλησίας δεν είναι μόνον διάδοχος του θρόνου τωνΑποστόλων, αλλά και μέτοχος του τρόπου ζωής των Αποστόλων.
Ο αποστολικός τρόπος ζωής είναι το να ανέβη κανείς στηνθεωρία του Θεού με την πράξη, που είναι η κάθαρση και ο φωτισμός. Έτσι, ο άγιοςΠατέρας έφθασε στην θεωρία και έγινε διδάσκαλος «αλιευτικώς, ουχαριστοτελικώς», δηλαδή με την εμπειρία του και όχι με την φιλοσοφία και τονδικό του στοχασμό.
Και επειδή χρησιμοποίησε αυτόν τον τρόπο και είναιπραγματικκός διάδοχος των Αποστόλων, όχι απλώς με την αποστολική διαδοχή, αλλάκαι την αποστολική εμπειρική θεολογία, γι’ αυτό ορθοτομεί τον λόγο της αληθείαςκαι οδηγείται ακόμη και στο μαρτύριο, που είναι καρπός της θεωρίας του Θεού.
Με αυτές τις προϋποθέσεις μπορεί να πρεσβεύη στον Θεό γιαμας, προκειμένου να σωθούν οι ψυχές μας, αφού ακολουθήσουμε και εμείς την ίδιαπορεία. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να δούμε την ζωή και την διδασκαλία όλωντων αγίων Πατέρων της Εκκλησίας.
Ακόμη, διαβάζοντας κανείς τα τροπάρια της Εκκλησίας πουψάλλονται στις καθημερινές ακολουθίες, βρίσκει άφθονο υλικό για την κάθαρση τηςκαρδιάς, τον φωτισμό του νου και την θέωση.
Θα αναφέρω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα από τον κανόνατης Πεντηκοστής, που είναι έργο του μεγάλου Θεολόγου του 8ου αιώνος, του αγίουΙωάννου του Δαμασκηνού: «Θείω καλυφθείς ο βραδύγλωσσος γνόφω, ερητόρευσε τονθεόγραφον νόμον· ιλύν γαρ εκτινάξας όμματος νόου, ορά τον Όντα και μυείταιΠνεύματος γνώσιν γεραίρων ενθέοις τοις άσμασιν».
Στο τροπάριο αυτό φαίνεται όλη η ακραιφνής θεολογία τηςΕκκλησίας μας. Ο Μωϋσής, και ο κάθε θεόπτης Πατέρας της Εκκλησίας, αξιώθηκε νακαλυφθή από τον θείο γνόφο και να δη τον Όντα, τον Μεγάλης Βουλής Άγγελο, τονάσαρκο Λόγο –ο Οποίος είναι ο πραγματικός θεολόγος– αφού εκτινάχθηκε από τονοφθαλμό του νου του «κάθε ακαθαρσία των παθών και κάθε γήϊνον φρόνημα».
Ακολουθώντας αυτήν την πράξη και την θεωρία μυείται τηνμυστική από τους πολλούς γνώση του Πνεύματος και στην συνέχεια ρητορεύει τονθεόγραφον νόμον, καίτοι είναι από την φύση βραδύγλωσσος, και δοξάζει τον Θεό μεένθεα άσματα.
Αυτό συμβαίνει και σε κάθε θεόπτη άγιο. Μέσα σε αυτήν τηνπροοπτική εντάσσεται η Ορθόδοξη θεολογία, η προσευχή και η ποιμαντική.
Έπειτα, όλο το συναξαριακό υλικό, δηλαδή οι βίοι τωναγίων, ασκητών, μαρτύρων και γενικά αγίων, δείχνει ότι οι άγιοι ακολούθησαν τονασκητικό, φιλοκαλικό τρόπο ζωής, με την μετάνοια, την πίστη, την καθαρότητα τηςκαρδιάς, τον φωτισμό του νου, την αγάπη προς τον Θεό, και δέχθηκαν το μαρτύριοως καρπό θεωρίας κλπ.
Οι καθημερινές ευχές της Εκκλησίας διαγράφουν αυτήν τηνπορεία του ανθρώπου από την κάθαρση, στον φωτισμό και την θέωση, που είναι ηπραγματική θεραπεία του ανθρώπου.
Το εκπληκτικό είναι ότι η Εκκλησία θέλει ο πιστός να ζητην νήψη όχι μόνο τότε που βρίσκεται σε εγρήγορση, αλλά και κατά την διάρκειατου ύπνου.
Έτσι, στην ευχή του αποδείπνου ο πιστός παρακαλεί τον Θεόνα στείλη την Χάρη Του, ώστε να παύση τις ορμές των παθών και να δώση «γρήγοροννουν, σώφρονα λογισμόν, καρδίαν νήφουσαν, ύπνον ελαφρόν και πάσης σατανικήςφαντασίας απηλλαγμένον».
Αυτό σημαίνει ότι η Εκκλησία θέλει τον πιστό να έχηεγρήγορση, καθαρότητα καρδίας και καρδία νήφουσα, ακόμη και κατά την διάρκειατου ύπνου. Δηλαδή ο Χριστιανός πρέπει να ζη την ησυχαστική παράδοση και κατάτην ώρα που αναπαύεται και το σώμα του. Πόσο μάλλον αυτό πρέπει να γίνεται κατάτην διάρκεια της ημέρας.
Η ερμηνεία του π. Ιωάννου Ρωμανίδη
Η άποψη των νέων θεολόγων και φιλοσοφούντων, πουαναφέρθηκε στην αρχή του κειμένου αυτού, περί δήθεν δύο εκκλησιολογιών, της«αρχεγόνου παραδόσεως» και της «μεταγενέστερης», υπονομεύει όλη την Παράδοσητης Εκκλησίας, όπως εκφράζεται στην Αγία Γραφή, την διδασκαλία των Πατέρων, τηνλατρεία της Εκκλησίας και τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων, η οποίαπαράδοση αναφέρεται ουσιαστικά στην κάθαρση, τον φωτισμό και την θέωση, στηνβίωση της καθαρτικής, φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας του Θεού.
Μια τέτοια πεπλανημένη άποψη είναι ένα σαράκι που θέλεινα καταστρέψη τον πνευματικό οργανισμό της Εκκλησίας και να αλλοιώση όλην τηνορθόδοξη θεολογία.
Το ερώτημα όμως που τίθεται είναι από που έφθασε στηνΟρθόδοξη Εκκλησία «ο πνευματικός αυτός ιός και μολυσμός»;
Η απάντηση είναι ότι διάφοροι θεολόγοι η διανοούμενοι πουμαθήτευσαν σε προτεσταντικές Σχολές και είχαν διδασκάλους Προτεστάντες, πουτους εξιδανίκευσαν, η που μελέτησαν προτεσταντικές αναλύσεις, χωρίς ναγνωρίζουν επαρκώς την νηπτική παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας, μετέφερανάκριτα αυτές τις απόψεις και μέσα στο άγιο περιβάλλον της ορθοδόξου θεολογίαςκαι Εκκλησίας, με αποτέλεσμα να προσβάλλωνται τα επί μέρους μέλη του οργανισμούτης Εκκλησίας.
Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, που γνώρισε σε ΠροτεσταντικέςΣχολές της Αμερικής αυτήν την νοοτροπία παρατηρεί εύστοχα:
«Υπάρχει μία άποψη, ότι η διδασκαλία περί τελειότητος,κατά τους αγίους Πατέρες της Εκκλησίας, είναι ειδωλολατρικής προελεύσεως καιότι τάχα οι Πατέρες της Εκκλησίας ήταν επηρεασμένοι από τις διακρίσεις αυτέςμεταξύ καθάρσεως, φωτισμού και θεώσεως –διότι υπάρχουν και παράλληλα και στονΝεοπλατωνισμό– υπάρχει σαφής αυτός ο διαχωρισμός δηλαδή των σταδίων τηςτελειώσεως.
Και λόγω μιας ομοιότητας αυτών των δύο, οι δικοί μαςέχουν υιοθετήσει την άποψη αυτή, που κυρίως προέρχεται από μελέτες που έχουνκάνει οι Προτεστάντες.
Δηλαδή, οι Προτεστάντες αφού έχουν απορρίψει τον μοναχισμόκαι υιοθέτησαν η τον απόλυτο προορισμό του Καλβίνου η την διδασκαλία τουΛουθήρου περί σωτηρίας του ανθρώπου δια μόνης της πίστεως κλπ., και είναιαντιμέτωποι ενός μοναχισμού της παραδόσεως που συνάντησαν (Φρακολατίνων), ηοποία εβασίζετο σε αξιομισθίες, εφ’ όσον ανακάλυψαν ότι η διδασκαλία περίαξιομισθιών είναι εσφαλμένη διδασκαλία, γι’ αυτόν τον λόγο κατήργησαν και τηναγαμία, τον μοναχισμό. Μαζί με αυτά ο Λούθηρος, κυρίως, και ο Καλβίνος, είχανεμεγάλη απήχηση εναντίον των σταδίων της τελειότητος.
Μετά, οι ιστορικοί Προτεστάντες ασχολήθηκαν με το θέμακαι χάρηκαν τόσο πολύ όταν βρήκαν την καταπληκτική ομοιότητα μεταξύ τηςπατερικής διδασκαλίας και της διδασκαλίας των ειδωλολατρών, και ισχυρίσθηκανότι είναι ειδωλολατρικής προελεύσεως τα περί σταδίων τελειώσεως.
Και γι’ αυτό οι δικοί μας, οι οποίοι πηγαίνουν με τόσημεγάλη όρεξη και σπουδάζουν –δεν λέω να μην πάνε να σπουδάσουν, τουλάχιστον ναπάνε με κρίση να σπουδάσουν, γιατί πηγαίνουν χωρίς κρίση– στα ξένα Πανεπιστήμιακαι βλέπεις τώρα εκεί τα συγγράμματα των ορθοδόξων θεολόγων γεμάτα, παντούβλέπεις αυτήν την ιδέα ότι η Εκκλησία έχει επηρεασθή από τους ειδωλολάτρες καισυγκεκριμένα περί των σταδίων της τελειώσεως».
Η ερμηνεία αυτή είναι καταλυτική, εκφραστική καιαποστομωτική.
Συμπέρασμα
Εκτιμώ ότι μέσα στην Εκκλησία μας κυοφορείται ύπουλα,αλλά και με «επιστημονικό» τρόπο αυτή η αιρετική νοοτροπία που αναφέραμε στηναρχή του κειμένου αυτού, περί των δήθεν δύο τύπων εκκλησιολογιών, που ημεταγενέστερη ανατρέπει την «αρχέγονη» η τουλάχιστον συμβαδίζουν παράλληλα, καιδυστυχώς λίγοι επισημαίνουν αυτήν την πνευματική ασθένεια.
Οι περισσότεροι ασχολούνται με επιφανειακά θέματα, με τιςατομικές ελευθερίες και τα ατομικά δικαιώματα των ανθρώπων, την οικουμενιστικήνοοτροπία μερικών Κληρικών και λαϊκών, που και αυτά, βεβαίως, έχουν τηνσοβαρότητά τους, αλλά παραγνωρίζουν αυτήν την υπονόμευση της ορθοδόξουθεολογίας, η οποία γίνεται με παρερμηνείες και με αυτό υβρίζονται καιβλασφημούνται οι Πατέρες της Εκκλησίας.
Μέσα σε αυτήν την κυοφορούμενη αίρεση κρύβεται σαφέσταταένας προτεσταντικός ουμανισμός, που είναι ξένος προς την Ορθόδοξη Παράδοση.Γίνεται προσπάθεια να απογυμνωθή όλη η Ορθόδοξη Πατερική Παράδοση, όπωςδιατυπώθηκε στην Αγία Γραφή, εκφράσθηκε από τους μεγάλους Πατέρας της Εκκλησίαςκαι έλαβε συνοδική κατοχύρωση στις Οικουμενικές Συνόδους, αλλά καταγράφηκε καιστο Ευχολόγιο και την λατρεία της Εκκλησίας. Όσοι ισχυρίζονται τέτοιες θεωρίεςδεν έχουν καταλάβει τίποτα από την ουσία της ορθοδόξου θεολογίας.
Ακόμη, όσοι διδάσκουν τέτοιες θεωρίες για την λεγόμενη«διπλή εκκλησιολογία και πνευματικότητα», δεν μπορούν να καταλάβουν την βασικήπατερική διδασκαλία ότι άλλο είναι η βίωση του Θεού με άρρητα ρήματα, όπωςλέγει ο Απόστολος Παύλος, και άλλο είναι η έκφραση της αποκαλυπτικής αυτήςεμπειρίας με κτιστά ρήματα και νοήματα, όπως έλεγε ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, αφούαπό τους αγίους Πατέρας προσλαμβάνεται, όταν χρειασθή, η ορολογία κάθε εποχήςγια την έκφραση της αποκαλυπτικής εμπειρίας της θεώσεως.
Αυτό λέγεται από τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή: «νους μενκαθαρός, ορθά βλέπει τα πράγματα. λόγος δε γεγυμνασμένος, υπ’ όψιν άγει ταοραθέντα».
Άλλοτε, θα δημοσιεύσω σχετικό κείμενο για να περιγράψωπερισσότερο αυτούς που ανήκουν μεν στην Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά εμπνέονται απότέτοιες απόψεις, τους οποίους ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς απεκάλεσε βαρλααμίτεςκαι η Σύνοδος του 1351 εξεκκλησίασε, δηλαδή καθήρεσε και απεκήρυξε.
Η Παράδοση της Εκκλησίας, όπως διατυπώθηκε στο Συνοδικότης Ορθοδοξίας, σαφώς διακηρύσσει: «Οι προφήται ως είδον, οι απόστολοι ωςεδίδαξαν, η Εκκλησία ως παρέλαβεν, οι διδάσκαλοι ως εδογμάτισαν, η οικουμένη ωςσυμπεφρόνηκεν, η χάρις ως έλαμψεν, η αλήθεια ως αποδέδεικται, το ψεύδος ωςαπελήλαται, η σοφία ως επαρρησιάσατο, ο Χριστός ως εβράβευσεν, ούτω φρονούμεν,ούτω λαλούμεν, ούτω κηρύσσομεν Χριστόν τον αληθινόν Θεόν ημών…. Αύτη η πίστιςτων αποστόλων, αύτη η πίστις των πατέρων, αύτη η πίστις των ορθοδόξων, αύτη ηπίστις την οικουμένην εστήριξεν».
Στο κείμενο αυτό φαίνεται ότι υπάρχει ταυτότητα εμπειρίαςκαι διδασκαλίας των Προφητών, των Αποστόλων και των Πατέρων, οπότε δεν μπορείνα χωρέση καμμιά «διπλή εκκλησιολογία», που δήθεν αντιμάχονται μεταξύ τους ηότι δήθεν η μία υποτιμά την άλλη η ακόμη ότι οι δύο αυτές κινούνται παράλληλα.Αυτές οι θεωρίες εκφράζονται από Προτεστάντες η προτεσταντίζοντες κύκλους καιυπονομεύουν την ίδια την ορθόδοξη εκκλησιολογία.
Στην πραγματικότητα μία είναι η εκκλησιολογία, αυτή πουβιώθηκε από τους Προφήτας, τους Αποστόλους και τους Πατέρας της Εκκλησίας. ΗΕκκλησία είναι το Σώμα του Αναστάντος και Αναληφθέντος Χριστού. Κέντρο τηςΕκκλησίας είναι ο δοξαζόμενος Χριστός, όπως τον είδαν οι Μαθητές στο όρος Θαβώρκαι όπως απέκτησαν κοινωνία μαζί Του, με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, κατάτην Πεντηκοστή.
Αυτό είναι το κλειδί της εκκλησιαστικής ζωής. Αλλά ησυμμετοχή σε αυτό το σώμα και η παραμονή σε αυτό γίνεται με τα Μυστήρια και τηνάσκηση. Προϋπόθεση δε της βιώσεως της Χάριτος του Θεού δια των Μυστηρίων είναιο ιερός ησυχασμός, δηλαδή η κάθαρση, ο φωτισμός και η θέωση.
Έξω από αυτόν τον σύνδεσμο Μυστηρίων και ασκήσεωςδημιουργείται μεγάλο εκκλησιολογικό πρόβλημα. Αυτό σημαίνει ότι η μετοχή στηνΕκκλησία χωρίς προϋποθέσεις, η απλή συμμετοχή στην θεία Ευχαριστία και ηαίσθηση δήθεν της Βασιλείας του Θεού, «χωρίς τα στάδια μεθέξεως στο σώμα τουΧριστού», είναι μια «ευχαριστιακή και εκκλησιολογική ειδωλολατρία» (π. ΙωάννηςΡωμανίδης), αφού η μετοχή στα Μυστήρια εκλαμβάνεται ως μία ιδεολογική καικυρίως μαγική πράξη.
Μια τέτοια άποψη είναι βατικανίζουσα και προτεσταντίζουσα,που προωθείται σε μία οικουμενιστική νοοτροπία, γι’ αυτό και είναι μία μεγάληκυοφορουμένη αίρεση μέσα στην Εκκλησία, η οποία επιδιώκει να παραθεωρήση τηνγνήσια προφητική, αποστολική, και πατερική διδασκαλία, δηλαδή την εκκλησιαστικήθεολογία, και να την χαρακτηρίση «μεταπατερική».
Από τα ανωτέρω γίνεται φανερό ότι όσοι μέχρι τώρα δενέχουν καταλάβει επαρκώς τι είναι και τι πρεσβεύει η λεγόμενη «μεταπατερική»θεολογία, με αυτά που εγράφησαν εδώ μπορούν να αντιληφθούν ποιά είναι η ουσίατης εισαγόμενης, μεταπρατικής, «μεταπατερικής θεολογίας».
Όσοι διατυπώνουν τέτοιες θεωρίες, στην πραγματικότηταθεωρούν ότι οι θεοφόροι Πατέρες της Εκκλησίας από τον 3ο αιώνα και μετάπαρεσύρθησαν από (νεο)πλατωνικές παραδόσεις, και τώρα βρέθηκαν αυτοί οιέξυπνοι, που κατάλαβαν το λάθος των μεγάλων αυτών Πατέρων και θέλουν ναεπαναφέρουν, κατά τρόπο προτεσταντικό, την Εκκλησία στην προ του 3ου αιώνοςπερίοδο.
Όσοι διακατέχονται από τέτοιες απόψεις δείχνουν ότι στηνπραγματικότητα τους ενοχλεί ο ησυχασμός, τα περί ιεράς ησυχίας, καθάρσεως,φωτισμού και θεώσεως, και θέλουν να αποβάλουν αυτήν την «εκκλησιολογία», για ναμπορούν να στοχάζωνται περί του Θεού και των θείων.
Αν όμως αποβάλη κανείς τις προϋποθέσεις της ορθοδόξουθεολογίας, που είναι ο ιερός ησυχασμός, τότε ανοίγεται διάπλατα ο δρόμος ναέλθη στην Ορθόδοξη Εκκλησία η σχολαστική και η ηθικολογική θεολογία των Παπικώνκαι των Προτεσταντών.
Αυτή είναι, στην πραγματικότητα, η εκκοσμίκευση στηνΕκκλησία και την θεολογία η καλύτερα η εκκοσμίκευση των ορθοδόξων θεολόγων.